Κριτική Θεάτρου | Συγγνώμη
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 10/11/2015
To έργο της βραβευμένης Kαταλανής θεατρικής συγγραφέως Marta Buchaca (γεν. 1979) “Συγγνώμη” (τίτλος πρωτότυπου “Plastilina”) παρουσιάζεται σε μετάφραση κας Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, διασκευή κας Άννας Ανδριανού και κου Γιάννη Μπότση και σκηνοθεσία κου Τάκη Τζαμαργιά στο θέατρο Σταθμός του Μεταξουργείου.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα δράμα-“δοκίμιo” για τη βία που ασκείται καθημερινά, αδιάλειπτα και σχεδόν ανεπαίσθητα, σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, σε όλο το φάσμα των διαπροσωπικών σχέσεων. Από την ενδοοικογενειακή βία μέχρι τη βία των οργισμένων νέων, τη βία των ΜΜΕ αλλά και τη βία της γονεϊκής αγάπης υπό τη μορφή της καταπίεσης και της έλλειψης ουσιαστικής επικοινωνίας.
Όλα πλέκονται γύρω από την εμπλοκή ενός νεαρού σε ένα φόνο, χωρίς λόγο και αιτία. Ο νεαρός φυλακίζεται ενώ οι γονείς του προσπαθούν απεγνωσμένα να διαχειριστούν αφενός το σοκ και τις πληγές που προκαλεί το γεγονός, αφετέρου την εισβολή των Μέσων Ενημέρωσης στη ζωή τους, τις σχέσεις τους με τον κοινωνικό περίγυρο, τις μεταξύ τους σχέσεις, και κυρίως με τον έγκλειστο γιο τους, καθώς και την περαιτέρω πορεία τους στη ζωή μέσα στις νέες συνθήκες.
Το έργο είναι γραμμένο σε μορφή In medias res, με επάλληλα επεισόδια που περιγράφουν την πορεία στο εκτελεσθέν έγκλημα και σε ό, τι επακολουθεί μετά από αυτό. Με δεξιοτεχνική γραφή και δραματουργική δομή, η συγγραφέας θέτει τα αίτια σε ευθεία αντιπαράσταση με τις συνέπειες για να φωτίσει αμφίδρομα όλες τις πλευρές των γεγονότων και των ψυχισμών.
Στο τέλος, ο θεατής συνειδητοποιεί ότι η βία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Marta Buchaca, “ο σκοτεινός συνεπιβάτης της ζωής μας που σε ανύποπτο χρόνο παίρνει τον έλεγχο” και εξωθεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις: η βία όπως εκδηλώνεται, μπροστά από την τηλεόραση, την ώρα που σκοράρει η αγαπημένη ομάδα, η λεκτική και, ενίοτε, η σωματική βία μεταξύ των γονέων με πιθανό, κάποτε, μάρτυρα το παιδί που κατέγραψε το μήνυμα, η βία που γεννά το πρότυπο του αδίστακτου, επιτυχημένου επαγγελματία, κατά τις επιταγές της σύγχρονης κοινωνίας, η βία μέσα στις παρέες των νέων, με τα ακραία αστεία, τις μεταξύ τους λοιδορίες, τους ψυχολογικούς εκβιασμούς, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τις ματαιώσεις και τις συγκρούσεις. Ακόμη, η βία ως το έτερο πρόσωπο μιας αγάπης που δεν καταφέρνει να πιάσει τον κύριο στόχο της και της υπαινικτικής εκδίκησης και μετάθεσης ευθυνών, που καταρρακώνει τις σχέσεις παιδιών-γονέων, η βία της κοινωνίας που λιθοβολεί και στιγματίζει ανελέητα καθώς κι εκείνη των Μέσων Ενημέρωσης που κανιβαλίζουν ανερυθρίαστα την ανθρώπινη δυστυχία.
Σε ένα αφαιρετικό και πολλαπλά λειτουργικό σκηνικό χώρο (σκηνικά κ. Δήμος Κλιμενώφ) όπου επικρατεί το μαύρο, ως αισθητική αποτύπωση της σκοτεινής ανθρώπινης πλευράς, ο κ. Τζαμαργιάς δημιούργησε ένα βραδυφλεγές δράμα δωματίου με τεταμένες ατμόσφαιρες, συγκρουσιακές καταστάσεις με χαρακτηριστικά In-yer-face theater αλλά και ξεχωριστές ποιητικές εικόνες και εξπρεσιονιστικά κινησιολογικά μοτίβα που ανατέμνουν τη ζοφερή ένταση της δράσης. Με κύριο εργαλείο τη θεώρηση των προσώπων από μια βαθειά ανθρώπινη σκοπιά, ο σκηνοθέτης φώτισε με καθαρότητα τις μεταξύ τους σχέσεις και την παθολογία τους, την υπαρξιακή μοναξιά και τα αδιέξοδά τους, δημιουργώντας το κατάλληλο κάδρο όπου καταγράφεται και ερμηνεύεται η βίαιη και αποτρόπαιη όψη της ανθρώπινης φύσης και των κοινωνιών.
Σε επίπεδο ερμηνείας, η κα Άννα Ανδριανού, στο ρόλο της μητέρας, αποδίδει πολύ χαρακτηριστικά όλες τις αποχρώσεις της κλιμακούμενης απελπισίας, των ενοχών, του φόβου και της αδυναμίας, να αποδεχτεί το χτύπημα της μοίρας αλλά και την ευαισθησία εκείνη που δημιουργεί εκλάμψεις ελπίδας και ζωής, όπως είναι ο θεμελιακός της ρόλος της μάνας, ακόμα και σε ένα περιβάλλον όπου απουσιάζει κάθε ίχνος αισιοδοξίας.
Ο κ. Λεωνίδας Κακούρης ενδύεται με εξαιρετικό τρόπο την ύπουλη, υπολανθάνουσα εσωτερική ένταση έναντι στη φαινομενικά φλεγματική και ψύχραιμη στάση που εκπέμπει η πατρική φιγούρα, την κατά βάθος ευάλωτη ανδρική φύση που αγωνίζεται να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα, το διαχρονικά ισχυρό, πατριαρχικό σύμβολο που ηττάται και καταρρέει ψάχνοντας να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του.
Ο κ. Ρένος Ρώτας στο ρόλο του γιου, αποτυπώνει με ενέργεια αλλά και μετρημένη εξωστρέφεια τις παραληρηματικές εκφάνσεις της νεανικής βίαιης συμπεριφοράς, αναδεικνύοντας το ψυχοπαθολογικό φορτίο της, αλλά και με χαρακτηριστική ευκρίνεια τη μετάσταση στη φάση της συνειδητοποίησης μετά τον έγκλεισμό του, και τη μετατροπή του από θύτη σε θύμα.
Ο κ. Γιώργος Βουβάκης, στο ρόλο του Αρνάου, του αρχικά συνεσταλμένου και με περισσότερες αντιστάσεις μέλους της νεανικής παρέας, γίνεται το ζωντανό παράδειγμα μιας πιο ανθρώπινης συμπεριφορικής εκδοχής που ανθίσταται, αλλά τελικά λυγίζει υπό το βάρος της ορμητικής και ανεξέλεγκτης ακούμενης βίας ως μονόδρομος, όπλο επιβίωσης, modus vivendi.
O κ. Στέφανος Οικονόμου δίνει εμφατικά την ευεπηρέαστη, υπερκινητική νεανική φιγούρα με τον άκρατο παρορμητισμό, ως αποτέλεσμα της συναναστροφής με αναφορά το σώμα, την πυγμή, τη χειρονομία και όχι την ψυχική σύνδεση.
Τέλος, τόσο η κα Αγγελική Πασπαλιάρη, ειδικά στην εικαστικής τεχνικής ερωτική σκηνή με τον Αρνάου-Γιώργο Βουβάκη, όσο και η αλλέγρα και με λεπτές κωμικές πινελιές ερμηνεία της κας Φωτεινής Γεωργακοπούλου, στο ρόλο της Λάουρας, συμπληρώνουν επιτυχώς το ερμηνευτικό παζλ ενός έργου με απαιτητικά ψυχολογικά κοντράστ, γρήγορους ρυθμούς, διαβαθμίσεις συναισθημάτων, και όλα αυτά ενταγμένα σε μια άρτια σκηνική ατμόσφαιρα, συναινουσών και των ωραίων φωτιστικών δημιουργιών (κ. Άλεξ Αλεξάνδρου) που φωτίζουν το μαύρο κι αποκωδικοποιούν την αλήθεια πίσω από αυτό.