Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Ο χορός της φωτιάς

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 26/11/2019

Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη για τη θεατρική παράσταση “Ο χορός της φωτιάς” σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά).

    Όταν ο Adolphe Appia δημοσίευε το 1898 το «La musique et la mise en scène» επιχειρούσε να στηλιτεύσει τη νοσηρή κρατούσα αντίληψη αναπαράστασης των βαγκνερικών λυρικών έργων στο Bayreuth, προσδίδοντας στη μουσική τη λειτουργία του παράγοντα «χρόνου» και της «διάρκειας. Απευθυνόμενος στον Jacques Rouché ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η μουσική, από άποψη σκηνική και δραματική, δίνει τη διάρκεια. Συνιστά, κατά κάποιο τρόπο, το Χρόνο μέσα στο μουσικό δράμα. Η διάρκεια περιλαμβάνει σιωπηρά το Χώρο. Με αυτόν τον τρόπο η μουσική μπορεί να καταστεί η ρυθμιστική αρχή που η σκηνοθεσία έχει ανάγκη» (Hubert 231).

     Είτε συνειδητά, είτε όχι, ο Άρης Μπινιάρης στην τελευταία δημιουργία του ο «Χορός της Φωτιάς» (Δημοτικό Θεάτρο Πειραιά) εφαρμόζει  πολλά σημεία των θέσεων του Appia σε σχέση με την αλληλεπίδραση σώματος-μουσικής (κυρίως του ρυθμικού στοιχείου)-χώρου-φωτισμού, αλλά, ακόμα, και της «θεωρίας της επιτέλεσης» (Schechner), αναφορικά με την καταγωγική σχέση του θεάτρου με την τελετουργία. Υιοθετεί την οργανική συνύπαρξη μουσικής και λόγου (σημαίνοντας, πιθανώς, την κίνηση του ιστορικού βάθους ή και εκείνη μεταξύ των ιστορικών χώρων) και τις διαπιδύσεις μεταξύ των εικαστικών σωμάτων και των γλυπτικών φωτισμών, αντιπαρερχόμενος κάθε έκφανση παγιωμένου ρεαλισμού ή οριζόντιας αφήγησης της Ιστορίας και επενδύοντας στην επενέργεια της υποβολής, που επιτείνεται από τη διαδραστική δυναμική της χορικότητας (choralité). Οι ενεργητικοί (άλλοτε κινητικοί άλλοτε υπαινικτικά σιωπηροί) φωτισμοί (Στέλλα Κάλτσου) ενδύουν με τελετουργικό κύρος τις χειρονομίες, τις μετακινήσεις και τις εκφράσεις των ερμηνευτών, σε μια σκηνοθεσία χορογραφική, όπου όλα υπαγορεύονται από μια ρυθμική συχνά ασθματική και μια απαγγελία περίπλοκα έντεχνη και εντυπωσιακά κλιμακούμενη.

     Επικρατεί, ωστόσο, η γενική αίσθηση πως ένα τόσο ζωντανό στην εθνική συνείδηση θέμα, όπως η Γενοκτονία των Ποντίων (που μεταφέρεται σαν χαίνουσα πληγή με συνέπεια από γενιά σε γενιά, στοιχειώνοντας μνήμες και ταυτότητες) δεν έχει ακόμα εξαντλήσει τον εαυτό του ως ιστορικό τραύμα, ώστε να μεταστοιχειωθεί με τρόπο αποκρυσταλλωμένο σε ένα ελιτίστικο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο σκηνικό πόνημα προσλαμβάνεται περισσότερο ως άσκηση αισθητικών μέσων παρά ως μια ευθύβολη αναφορά στην αιματοβαμμένη σελίδα του ποντιακού ελληνισμού. Οι επεξεργασμένες, σχεδόν λογοτεχνικές, ζοφερές  περιγραφές με την ιεροτελεστική επαναληπτικότητά τους, δεν καταφέρνουν να αντισταθμίσουν το βαθύτερο κοινό αίτημα για μια μέθεξη σε πιο «σάρκινες» περιοχές αυτού του αγήρατου φυλετικού δράματος που επιβιώνει ως ad infinitum βίωμα, εκφεύγοντας συστηματικά του μύθου, περιοχή όπου τα συγκεκριμένα αισθητικά μέσα θα λειτουργούσαν περισσότερο καίρια. Η προσπάθεια του Μπινιάρη να δημιουργήσει ένα ευσύνοπτο και συγκεφαλαιωτικό θέαμα με ευρύτερες συνδηλώσεις παγιδεύεται σε σχηματοποιήσεις και ρηχά σύμβολα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μια ρεαλιστική και συναισθηματικά φορτισμένη απόδοση θα αποδεικνυόταν περισσότερο τελέσφορη.

     Η μουσική συμβολή (Φώτης Σιώτας) επιτυγχάνει, χωρίς γραφικές καταφυγές, να σκιαγραφήσει ένα ικανό πλαίσιο-αναφορά στην πολιτισμική φυσιογνωμία των Ελλήνων του Πόντου, δείχνοντας παράλληλα προς μια προοπτική υπέρβασης των όποιων στενών χρονοτοπικών συντεταγμένων. Τα μέλη του ιδιότυπου χορού που στελεχώνει την περφόρμανς, παρά τα σκόρπια δείγματα προβληματικής άρθρωσης του λόγου, κινούνται με πειθαρχία και σκηνική επίγνωση, ενώ οι προεξάρχοντες, Χρήστος Λούλης και Ιωάννα Παππά, αποδίδουν με αίσθηση βαθιάς μουσικότητας (ηχοχρώματα φωνής, αντιστικτικότητα) τα αφηγηματικά μέρη και με σχετική επάρκεια τον κινησιολογικό κώδικα. Η παράσταση, προς το τέλος, κλιμακώνεται με ένα παροξυσμικό χορευτικό κρεσέντο που αναδεικνύει τη συνύφανση της σκηνικής τέχνης με το στοιχείο της τελετουργίας. «Άλλωστε, το θέατρο είναι ένα μείγμα, ένα πλέγμα ψυχαγωγίας και τελετουργίας. Τη μια στιγμή η τελετουργία μοιάζει να είναι η πηγή, την άλλη η ψυχαγωγία. Είναι δίδυμοι ακροβάτες, που πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, χωρίς να βρίσκεται πάντα ο ένας από πάνω, ούτε να είναι πάντα ο ένας πρώτος» (Schechner 172).