
Κριτική Θεάτρου | Λίλιομ
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 06/01/2015
Μέσα στο φανταιζί κόσμο των καρουζέλ στα περίχωρα της Βουδαπέστης, όπου οι φτωχοί αναζητούν μια πρόσκαιρη απόδραση από τη μίζερη ζωή τους, αρχίζει η ιστορία του Λίλιομ και της Τζούλι. Ο πρώτος, ένας λαϊκός απατεώνας, με ρομαντική ψυχή, στα όρια της μικρής παρανομίας και του εγκλήματος που ονειρεύεται διαρκώς χωρίς αντίκρισμα. Η δεύτερη, μια ψυχή ταλαιπωρημένη και καταπιεσμένη από την ανέχεια, γραπώνεται από την απρόβλεπτη και αινιγματική προσωπικότητα του Λίλιομ για να σωθεί. Μεταξύ τους καμιά ομολογία έρωτα. Ανήκουν στους ανθρώπους που τα πάθη και η δυστυχία τους εξηγούνται επειδή ανάμεσά τους δεν υπάρχουν λέξεις που να εκφράζουν συναισθήματα. Έτσι αρκούνται στη βία. Ο Λίλιομ χτυπάει τη Τζούλι αλλά εκείνη δεν αισθάνεται απολύτως τίποτα. Απλά αγαπά και υπομένει σιωπηρά.
Ο θάνατος του Λίλιομ είναι και η μοναδική της ευκαιρία για μια ετεροχρονισμένη ερωτική εξομολόγηση δίπλα στο άψυχο κορμί του, που σύντομα θα διαδεχθεί ο πραγματισμός. Έτσι, ο Λίλιομ θα πάρει το δρόμο του ουράνιου δικαστηρίου ενώ η Τζούλι θα φέρει στον κόσμο την κόρη τους, της οποίας η συνάντηση με το νεκρό πατέρα της, σε μια υπερρεαλιστική σκηνή, αποδεικνύεται τόσο τραυματική όσο και λυτρωτική.
Έργο γραμμένο το 1909 από τον ούγγρο συγγραφέα Ferenc Molnàr,(1878-1952) κατέκτησε τις θεατρικές σκηνές και γοήτευσε δημιουργούς όπως ο Max Reinchardt και ο Fritz Lang που ασχολήθηκαν μαζί του. Κραδαίνοντας ανάμεσα στον ρεαλισμό και το ονειρόδραμα, με σαφείς πολιτικές τοποθετήσεις και καυστικά κοινωνικά σχόλια, ο Molnàr, δημιουργεί ένα υβρίδιο λαϊκού παραμυθοδράματος με έντονη κριτική έως και μεταφυσικές ανησυχίες.
Η παράσταση στο θέατρο Πόρτα, σε σκηνοθεσία του κ. Θωμά Μοσχόπουλου απέδωσε με λιτά μέσα και χαρακτηριστικούς συμβολισμούς την ατέρμονη και προδιαγεγραμμένη πορεία των ανθρώπινων καταστάσεων, θέτοντας τους ήρωες ενίοτε μεταμφιεσμένους σε αλογάκια του καρουζέλ, προσομοίωση αλληγορική του εφήμερου και του επαναλαμβανόμενου. Έτσι, απουσίαζε κάθε άλλο στοιχείο ευφάνταστου εντυπωσιασμού αφήνοντας τους ίδιους τους ηθοποιούς με τη βοήθεια δηλωτικών φωτισμών (κα Σοφία Αλεξιάδου) να διαμορφώσουν την ανθρωπογεωγραφία του έργου που παντρεύεται με τα σύμβολα και τις, ποιητικής έμπνευσης, αναπαραστάσεις.
Βέβαια, σε σημεία είδαμε κοινές συντεταγμένες με την παράσταση του Jean Bellorini του Théâtre Gérard Philipe που ανέβηκε πέρυσι και θα επαναληφθεί στα Ateliers Berthier τον ερχόμενο Μάϊο, όπως η σκηνή της Τζούλι με το νεκρό Λίλιομ μέσα στο συγκρουόμενο αυτοκινητάκι του λούνα-παρκ. Παρόλα αυτά, ο Bellorini επένδυσε σαφώς περισσότερο στη σκηνική ατμόσφαιρα.
Ο κ. Γιώργος Χρυσοστόμου, ως Λίλιομ, συγκεράζει όλα τα στοιχεία του ανθρώπου σε υπαρξιακό αδιέξοδο. Με μια ηρεμία πλεγμένη με ειρωνεία και πικρό χιούμορ φτάνει βήμα-βήμα στην κορύφωση της αυτοχειρίας του έχοντας προηγουμένως δώσει τις ανάλογες απαντήσεις στον θεατή. Στο β’ μέρος χρειαζόταν ίσως καθαρότερη προετοιμασία η χειροδικία στην κόρη, αν και είχε τη σωστή δόση συνειδητότητας ότι επιστρέφει στη γη για να επαναληφθεί.
Η κα Άννα Καλαϊτζίδου,της οποίας η ερμηνεία είναι ίσως από τις αρτιότερες στη φετινή θεατρική περίοδο, είναι η φτωχή Τζούλι που ακροβατεί σε ένα σκοινί και είναι αποφασισμένη να διανύσει όλη την απόσταση χωρίς να ξέρει που πηγαίνει ή τι προσδοκά. Διεκδικητική, ειλικρινής, συνειδητοποιημένη για την απόφασή της, καρτερική αλλά και αφοπλιστική καθώς λυτρώνει τα μύχια συναισθήματά της στην εξομολόγησή της ενώπιον του νεκρού Λίλιομ.
Η κα Φιλαρέτη Κομνηνού, στο ρόλο της μαιτρέσσας του Λίλιομ, απέδωσε τη λαϊκή ντάμα που εξουσιάζει τον μικρόκοσμό της, με ταμπεραμέντο και μοναδική αυθεντικότητα, αφήνοντας παράλληλα να διαφανεί και η δική της υπαρξιακή αγωνία, την οποία επιδιώκει να ξορκίσει με τον έρωτά της.
Η κα Έμιλυ Κολιανδρή, ως Μαρί, με ανεπιτήδευτο χιούμορ και διαβαθμισμένη τεχνική, στα πλαίσια μιας αριστοτεχνικής καρικατούρας, απέδωσε πολύ χαρακτηριστικά τις μεταμορφώσεις της από επαρχιώτισσα στην πόλη σε κοινωνικά ανελισσόμενη σύζυγο.
Η κα Κίττυ Παϊταζόγλου επωμίστηκε τους ρόλους του κοριτσιού, της θείας Χολάντερ και της Λουΐζας, κάτι που κατάφερε με επιτυχία αν και σκηνοθετικά ίσως έπρεπε να διευθετηθεί διαφορετικά.
Ο κ. Σωκράτης Πατσίκας, ως Φικσούρ, σκιαγράφησε ανάγλυφα τον αποστειρωμένο και τυφλό από αδιέξοδα κόσμο της παρανομίας των φτωχικών προαστίων ενώ ως Δικαστής μετέδωσε μια υπολανθάνουσα κωμική essence σε ένα σουρεαλιστικό, μεταφυσικό τοπίο.
Ο κ. Γιάννης Κλίνης επίσης πολύ ευέλικτος στους ρόλους του, απέδωσε με άνεση και αληφοθάνεια τον Βολφ όσο και την έντονη σκηνή της συμπλοκής ως Λίντσμαν.
Τέλος, οι δύο αστυνομικοί (κ. Λευτέρης Βασιλάκης και κ. Βασίλης Μουλάς) δεν αποδείχθηκαν απλά διακοσμητικά στοιχεία, αλλά ενσωμάτωσαν με νόημα την παρουσία τους και τη μετάστασή της ιδιότητάς τους από τον ωμό ρεαλισμό στη μεταφυσική.
Τα σκηνικά και κοστούμια της κας Έλλης Παπαγεωργακοπούλου έδωσαν με αφαιρετικό τρόπο το αποστεωμένο περιβάλον όπου η υλική ένδεια φαντάζει προέκταση των ανέκφραστων ψυχισμών.
Οι μουσικές πινελιές του κ. Κορνήλιου Σελαμσή χρωμάτισαν με μια νότα γνήσιου λαϊκού θεάματος όπου διοχετεύονται πολιτικοκοινωνικά σχόλια.
Σε γενικές γραμμές, το ενδιαφέρον στην παράσταση του θεάτρου Πόρτα είναι ότι ο κ. Μοσχόπουλος έδωσε περισσότερο έμφαση στους ηθοποιούς-εργαλεία, κάτι που αποδεικνύει περίτρανα το πολυδύναμο της υποκριτικής τέχνης.