
Κριτική Θεάτρου | Heisenberg
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 19/01/2018
“Όταν κοιτάς κάτι και το παρατηρείς από πολύ κοντά δεν μπορείς να προσδιορίσεις ούτε που ακριβώς βρίσκεται ούτε πόσο γρήγορα κινείται”. Από την απρόβλεπτη και κινητική ιδιότητα των σωματιδίων του Heisenberg, των οποίων η αοριστία είναι ταυτόσημη με τη φύση τους, στροφή στην πραγματική ζωή, στις κοινωνικές σχέσεις και στην αποκωδικοποίηση της ανθρώπινης καθημερινότητας, όπου όλα διαμορφώνονται μέσα από μια κιστέρνα χαοτικών μακρο-εμπειριών και τυχαιοτήτων και της κοινής συνισταμένης τους, από μια “μέση τιμή” εκβάσεων των πραγμάτων αλλά και από εκείνη την απροσδιόριστη ακολουθία δεδομένων, που μπορεί να αλλάζει κάθε φορά τον ρου των εξελίξεων ανατρέποντας τα πάντα.
Ο Άλεξ, στο έργο του Simon Stephens, είναι ένας εβδομηνταπεντάχρονος κρεοπώλης, που δεν απομακρύνεται ποτέ από το Λονδίνο, περπατάει πολύ και γράφει με θρησκευτική προσήλωση το ημερολόγιό του. Η ζωή του είναι ένα μικρό κολάζ από διαλείπουσες, ματαιωμένες εμπειρίες, που τον έχουν εγκλωβίσει σε μια σχεδόν ασκητική ρουτίνα, όπου πια “η σωματική επαφή θεωρείται υπερεκτιμημένη”.
Η εισβολή της Τζόρτζι στη ζωή του, μιας σαρανταπεντάρας, με ανεξόφλητα γραμμάτια σχέσεων και ζωής, μέσα από αλληλοαναιρούμενες πληροφορίες και ασάφειες για το παρελθόν της, τα πραγματικά της συναισθήματα και κίνητρα, και η δημιουργία μιας παράδοξης μεταξύ τους σχέσης, εξίσου “απτής” και ρεαλιστικής όσο και αυτοϋπονομευόμενης, εξηγεί αυτό ακριβώς: πως, όπως και στα κβάντα έτσι και στη ζωή, δεν μπορούν να οριστούν και να προβλεφθούν σταθερές και απόλυτες εκλογικεύσεις αλλά μονάχα πιθανότητες.
Το σκηνικό τοπίο, όπως το συλλαμβάνει ο Stephens, απο-υλικοποιημένο και γυμνό, με μια προσαρμοστική κινητικότητα, παραπέμπει σε μια “καθαρή”, πρωτογενή συνθήκη, όπου οτιδήποτε είναι πιθανό να καταγραφεί, όπου όλα φαίνονται κάπως ή μοιάζουν με κάτι, χωρίς, ωστόσο, κανείς να ξέρει αν είναι έτσι στην πραγματικότητα.
Μέσα σε αυτό το διαρκώς μετασχηματιζόμενο περιβάλλον, η καρμική συνάντηση των δύο ετερόκλητων προσώπων και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση αποκτά προοδευτικά μια αληθοφάνεια, καθώς καθίστανται μέρος αυτής της κινητικότητας, που υπερβαίνει τα καθιερωμένα στερεότυπα και την όποια εξήγηση με βάση την κοινή εμπειρία. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος έχει ενορχηστρώσει με ακρίβεια αυτό το σκηνικό perpetuum mobile, διασταυρώνοντας δύο διαφορετικούς κόσμους σε ένα κοινό σημείο: στη δέσμη των δυνατοτήτων και πιθανοτήτων, που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν το παρελθόν και το παρόν τους και να καθορίσουν το μέλλον τους.
Η μετάφραση του Μενέλαου Καραντζά με αίσθημα ρυθμού και οικονομίας, με γλώσσα λιτή αλλά και, όταν απαιτείται, “σαρκώδη” δημιουργεί γλυπτικές φωτοσκιάσεις στην αποκρυπτογράφηση αυτής της ιδιότυπης σχέσης.
Η Κόρα Καρβούνη (Τζόρτζι) άλλοτε με αφοπλιστική παρρησία αλλά και ευθυτενή, δωρική εξωστρέφεια και άλλοτε αιωρούμενη ανάμεσα στον κυνισμό και την τρυφερότητα, την απωθημένη οργή, την ενοχή και την απελπισία και ο Περικλής Μουστάκης (Άλεξ) με τη δυσκαμψία του διανοητικού ανθρώπου, του αποτραβηγμένου από τα συναισθήματα, που αρκείται με τον κόσμο των σκέψεων, αντιδρώντας στην ανάγκη των ανθρώπων να νιώθουν, αλλά και την αναπόφευκτη έκρηξη της ανθρώπινης ευθραυστότητάς του, συγκροτούν ένα αρραγές δίδυμο με εμπεδωμένη “χημεία”, σκηνική διαίσθηση, αντανακλαστικά, καλή θερμοκρασία και ζωντανούς ρυθμούς, ένα υποκριτικό κοντραπούτο με εγκάρσιες προεκτάσεις.
[ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της Παράστασης]
Μετάφραση: Μενέλαος Καραντζάς
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Σκηνικά – Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Επιμέλεια Κίνησης: Σεσίλ Μικρούτσικου
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Τσαπάρα
Φωτογραφία Αφίσας: Έφη Γούση
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κόρα Καρβούνη, Περικλής Μουστάκης
Θέατρο του Νέου Κόσμου – Κεντρική Σκηνή