
Κριτική Θεάτρου | To νησί των σκλάβων
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 02/02/2015
Στα Πολιτικά του ο Αριστοτέλης αναφέρει: “είναι προφανές ότι υπάρχουν εκ φύσεως άνθρωποι που είναι ελεύθεροι και άλλοι που είναι σκλάβοι, και γι’αυτούς τους τελευταίους η συνθήκη της υποταγής είναι συγχρόνως ευεργετική και δίκαιη”:σαφής δικαιολόγηση ενός θεσμού, που αποτελούσε την ατμομηχανή της Αθηναϊκής οικονομίας εξασφαλίζοντας ένα εργατικό δυναμικό που αριθμούσε 250.000 ανθρώπους.
Στην αρχαία Ρώμη όπου το 40% του πληθυσμού είναι σκλάβοι, ο θεσμός θα δεχθεί ένα πρώτο πλήγμα από το κίνημα του Σπάρτακου (73-71 π.Χ) που θα πνιγεί στο αίμα.
Κατά το Μεσαίωνα οι συχνοί πόλεμοι και οι επιδημίες θα στοιχίσουν σε εργατικά χέρια, τα οποία θα κληθούν να καλύψουν οι σκλάβοι ενώ τότε έχουμε και την επίσημη θεσμοθέτηση του εμπορίου σκλάβων. Με την ανακάλυψη της Αμερικής περισσότεροι από 11 εκατομμύρια αφρικανών θα μεταφερθούν εκεί, ένα εμπόριο που θα διαρκέσει 400 χρόνια και θα τερματιστεί το 1807.
Με τη Γαλλική Επανάσταση ο Ροβεσπιέρος θα καταργήσει τη δουλεία για να κατευνάσει τα πνεύματα των εξεγερμένων σκλάβων στις γαλλικές αποικίες, κάτι που αργότερα θα ακυρώσει ο Ναπολέων Βοναπάρτης για να διατυπωθεί, οριστικά αυτή τη φορά, από τον Victor Schoechler, η κατάργησή της το 1848, αρκετά χρόνια μετά τη Δανία, την Αγγλία και την Αμερική.
Ο Πιερ ντε Μαριβώ (1688-1763) γράφει τη μονόπρακτη κωμωδία του “Το νησί των σκλάβων” (L’île des esclaves) το 1725, τέσσερα μόλις χρόνια μετά τις “Περσικές Επιστολές” (Lettres persannes) του Μοντεσκιέ και 37 χρόνια προτού ο Ρουσσώ καταφύγει στο χαρακτηρισμό “absurdité” (ανοησία) για το θεσμό της δουλείας στο Κοινωνικό Συμβόλαιό του. Πρόθεσή του είναι να κλείσει το μάτι στην αριστοκρατία της εποχής του, που είναι παραδομένη στο λήθαργο της εξουσίας και της ωραιοπάθειάς της, ταράζοντας με προσοχή και διακριτικότητα τα νερά της. Γι’αυτό άλλωστε θέτει τη δράση στην ουτοπία, σε ένα εξωτικό νησί, και οι ήρωες παραπέμπουν στην αρχαία Αθήνα για να απομακρυνθεί οποιαδήποτε αίσθηση άμεσης όχλησης στο κοινό. Ο υπαινιγμός ωστόσο είναι καταφανής: ο Ιφικράτης και η Ευφροσύνη, αθηναίοι άρχοντες, ναυαγούν σε ένα νησί μαζί με τους δούλους τους Αρλεκίνο και Κλεάνθη. Μόνο που εκεί επικρατεί ένας νόμος που αντιστρέφει τους ρόλους κυρίων και δούλων, πρόκειται για ένα ιδιότυπο εργαστήριο κοινωνικών σχέσεων όπου εκτονώνονται απωθημένα και ισοπεδώνονται εξουσίες. Τους όρους του παιχνιδιού ορίζει ο Τριβελίνος, ο διοικητής του νησιού κι έχων το γενικό πρόσταγμα της ανταλλαγής των ρόλων, όπου η ηδονή της εξουσίας και η ερωτική ηδονή πλέκουν επικίνδυνα παιχνίδια.
Η σκηνοθεσία της κας Μαριάννας Κάλμπαρη στο υπόγειο του θεάτρου Τέχνης-Κάρολος Κουν αξιοποιεί τις υπεκφυγές του Μαριβώ για άμεση απεύθυνση στην εποχή του, για να δημιουργήσει μια υπερ-χρονική διάσταση, μέσα στην οποία εντάσσει τα τεκταινόμενα, δηλωτική αναφορά του ότι η ανάγκη αλλαγής κοινωνικών ρόλων παραμένει διαχρονικά επίκαιρη. Έτσι, δημιουργείται ένα πλαίσιο όπου η “οσμές” του γαλλικού θεάτρου και του marivaudage είναι κωδικοποιημένα σε μια αφηρημένη ατμόσφαιρα, που δεν ενοχλεί ούτε διαταράσσει τη συνέχεια της πρόσληψης του μηνύματος από το θεατή. Με άλλα λόγια η σκηνοθέτης ζυγοσταθμίζει άριστα τους ομόκεντρους κύκλους των χρονικών πλαισίων, στο κέντρο των οποίων είναι η προβληματική του Μαριβώ, δίνοντας προβάδισμα στο καίριο και το ζητούμενο: πάντα, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, θα ασκούνται καταδυναστευτικές εξουσίες, που για να μετριαστούν και να ισορροπήσουν θα πρέπει να βρεθούν εκείνοι που τις ασκούν στη θέση εκείνων που τις υφίστανται. Ενδιαφέρουσα η ιδέα ο συντονιστής Τριβελίνος να μην είναι επί σκηνής αλλά να ενέχει θέση Μεγάλου Αδελφού, καθώς και η δράση να λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε σκόρπια ενδύματα, που ανασύρονται συνθέτοντας και αποσυνθέτοντας τους ετερόκλητους ρόλους.
Η σκηνοθέτης έχτισε με προσοχή τις χιαστί σχέσεις των προσώπων με χαρακτηριστικές σκηνικές διατάξεις και καθοδήγησε με επιδεξιότητα την αποφλοίωση των ρόλων, φτάνοντας σε ακραίες κλιμακώσεις και αστραπιαίες εναλλαγές έκστασης και ρεαλισμού.
Στο τέλος, βέβαια, η κάθαρση που προτείνει η σκηνοθέτης είναι μετριασμένη καθώς δεν μπορούμε να μιλάμε για συμφιλίωση όπως την προτείνει ο Μαριβώ, αλλά για ένα υπονοούμενο ότι όλα επιστρέφουν στην αρχική τους βάση.
Σε ένα σκηνικό χώρο-γκαρνταρόμπα που καθρεπτρίζεται διογκωμένος και σε προοπτική στο βάθος, υπαινιγμός της προβολής των καταστάσεων στο διηνεκές και της ανάμειξης των ρόλων, ο κ. Κωνσταντίνος Ζαμάνης έστησε το ιδανικό ευφάνταστο πλην όμως σημειολογικό πλαίσιο που παίζει με το φαντασιακό, το εξωτικά πολύχρωμο και ανατρεπτικό. Το ίδιο και τα υπερβολικά κοστούμια με αναφορά σε ανάμεικτες αισθητικές.
Οι φωτιστικές επιλογές της κας Στέλλας Κάλτσου με τους led ψυχρούς φωτισμούς δημιουργούν μια εργαστηριακή ατμόσφαιρα όπου συντελείται το όλο πρωτότυπο πείραμα ιδωμένο από όλες τις δυνατές πλευρές του.
Σε επίπεδο ερμηνειών, έχουμε μια εξαιρετική χημεία υποκριτικών δεξιοτήτων και εκφραστικών μέσων που ξεδιπλώνονται μέχρις εσχάτων, κρατώντας καλούς ρυθμούς και γερές αποκορυφώσεις.
Συγκεκριμένα, η κα Βίκυ Βολιώτη, ως Ευφροσύνη, αρχικά δίνει την επηρμένη και φιλάρεσκη αριστοκράτισσα με διακριτικούς τονισμούς που παραπέμπουν ελαφρώς στο γκροτέσκ ενώ, ακολούθως, στην αλλαγή του ρόλου της ακολουθεί μια εσωτερικά κλιμακούμενη αποδόμηση που κορυφώνεται σε ερμηνευτικές εκλάμψεις, όπου τα όρια της συναίσθησης ότι υποκρίνεται και της αφομοίωσής της στο σαρκίο του υποδυόμενου ρόλου να φαντάζουν αδιόρατα. Εξίσου δυνατές και σημαίνουσες οι σιωπές της, οι ψυχολογικές προετοιμασίες, αλλά και η επαναφορά της στο κέντρο του εαυτού της με το ρεαλιστικό σπαραγμό, που ανατρέπει στην ψυχή του θεατή το αίτημα της τιμωρίας, καθώς μέσα από την παραστατικότητα των λυγμών και τη γύμνια της ψυχικής της κατάρρευσης αποτυπώνεται η ανθρώπινη ουσία της.
Η κα Ιωάννα Παππά ως Κλεάνθη δίνει μια εξ ίσου πολυσύνθετη και συγκροτημένη ερμηνεία, πάνω σε καλοκουρδισμένες υποκριτικές συχνότητες. Ειρωνική και σαρκαστική αρχικά, βίαιη και άτεγκτη στη συνέχεια, με ένα δηλητηριώδη αποκρυφιστικό ερωτισμό που χάνεται μέσα στον ίλιγγο της εκδίκησής της, διψασμένη για δικαιοσύνη και ηθική αποκατάσταση καταλήγει εξουθενωμένη, καθώς αισθάνεται ανίκανη να επιβάλλει τη νέα τάξη της, και ισοπεδωμένη υπαρξιακά, καθώς ατενίζει τα ανθρώπινα συντρίμμια των αφεντικών της, που την φέρνουν εκ νέου πρόσωπο με πρόσωπο με το φόβο και το συμβιβασμό.
Ο κ. Νίκος Αλεξίου δίνει έναν Ιφικράτη, που αφενός αρνείται να απεκδυθεί τον ταξικό του ρόλο, αφετέρου υφίσταται τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις των δούλων του, επιστρατεύοντας τα όπλα του: πραγματισμό και οξυδέρκεια. Η παγωμένη κι αινιγματική έκφραση του προσώπου του παραπέμπει σε μια σιωπηρή επίπονη διεργασία που πρέπει να διέλθει προκειμένου να πάρει πίσω το κεκτημένο του, κάτι που αποτυπώνεται στην αγανακτισμένη όσο και πονεμένη επίπληξή του στον Αρλεκίνο στην 9η σκηνή.
Ο κ. Αινείας Τσαμάτης, στο ρόλο του Αρλεκίνου, παρότι ακόμα σπουδαστής της δραματικής σχολής, δίνει ένα στίγμα που, αν μη τι άλλο προοιωνίζει σίγουρα ένα λαμπρό μέλλον. Αν και λίγο αμήχανος στην αρχή, στην πορεία ανεβάζει ταχύτητες και μπαίνει με άνεση στους ρυθμούς και την ένταση του παραληρηματικού παιχνιδιού. Στη 10η σκηνή, δε, στο διάλογο με τον Ιφικράτη, βιώνουμε με μια δυνατή σιωπή, το μετέωρο της ύπαρξής του και την επιστροφή του στην ανθρώπινη υπόστασή του.
Ο κ. Κωνσταντίνος Ευστρατίου, ως Τριβελίνος, παρότι σκηνικά απών, καθίσταται ορατός ως σκηνοθέτης και συντονιστής, χρωματίζοντας με τις ανάλογες intonations της φωνής το απεργαζόμενο ψυχολογικό περιβάλλον.
Συμπέρασμα: από τις πλέον ενδιαφέρουσες παραστάσεις της φετινής περιόδου, ένας Μαριβώ σύγχρονος και ανατρεπτικός χωρίς, ωστόσο, να έχει απωλέσει, ως αίσθηση, το ιδιαίτερο άρωμά του και τη σπιρτάδα του.