
Κριτική Θεάτρου | O Θείος Βάνιας
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 17/01/2015
Ο “Θείος Βάνιας” τράβηξε μακρύ δρόμο μέχρι να δει την επιτυχία και την αναγνώριση. Πρόκειται για μια πιο επεξεργασμένη μορφή του “Ле́ший” (“Leshiy”, σε μετάφραση “Ο Άγριος” ή “Ο Δαίμονας των δασών” ή “Ο Άνθρωπος των δασών”) που έγραψε ο Τσέχωφ (1869-1904) το 1889 και δεν έτυχε ευνοϊκής υποδοχής. Ένα μόλις χρόνο μετά, ο συγγραφέας, ξαναπαίρνει το γενικό καμβά της υπόθεσης και τον τροποποιεί. Έτσι, ο οικολόγος Χρουστσώφ, που ήταν ο πρωταγωνιστής, γίνεται ο Αστρώφ, ενώ ο Βοϊνίτσκι, ο θείος Βάνιας, καθίσταται κεντρικός μοχλός στην υπόθεση. Το νέο έργο, με τίτλο “Θείος Βάνιας” θα δει τα φώτα της σκηνής το 1899 σε σκηνοθεσία Στανισλάφσκι και με την Όλγα Κνίππερ, γυναίκα του Τσέχωφ, στο ρόλο της Έλενας.
Το έργο είναι γραμμένο στον απόηχο των μεταρρυθμίσεων του 1861, που σηματοδοτούν την τυπική, αλλά όχι ουσιαστική κατάργηση της δουλείας στην τσαρική Ρωσία, και την επικράτηση της νέας αστικής τάξης την ώρα που η χώρα, ειδικά στην επαρχία, μαστίζεται από φτώχεια, επιδημίες και έλλειψη υποδομών. Μέσα σε αυτό το νοσηρό κλίμα, κι ενώ αρχίζει να φυσά παντού ο άνεμος των νέων ιδεών που θα φέρουν την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Τσέχωφ επινοεί τον Βάνια. Το συμβιβασμένο, ακούραστο εργάτη που έχει θέσει τον εαυτό του στη δούλεψη του χαραμοφάη γαμπρού του, που τον εκμεταλλεύεται στυγνά. Κι όταν ο τελευταίος επισκέπτεται το υποστατικό του Βάνια με τη δεύτερη, και κατά πολλά χρόνια νεώτερη γυναίκα του, έρχονται στο φως πάθη και ανεκπλήρωτοι πόθοι, ψευδαισθήσεις γκρεμίζονται, ακραίες εντάσεις κορυφώνονται έως ότου όλα καταλήξουν και πάλι στην αγκαλιά της ατάραχης ζωής. Μόνο που τα πράγματα φαινομενικά μόνο μένουν ίδια. Στο βάθος όλα έχουν αλλάξει…
Η παράσταση της κας Λίλλυς Μελεμέ, που παίζεται στο νέο θέατρο “Κατερίνα Βασιλάκου”, δίνει μια κρυστάλλινη απεικόνιση της ψυχολογίας των ηρώων που άλλοτε αναμετρώνται με τον εαυτό τους και τα υπαρξιακά τους αδιέξοδα κι άλλοτε συμβιβάζονται παραδομένοι άνευ όρων στην ανιαρή πραγματικότητά τους. Με ανάγλυφο τρόπο ζωγραφίζει τις μεταξύ τους σχέσεις και εντάσεις χωρίς ωστόσο να αλλοιώνει αυτό που ο Τσέχωφ επινόησε: να παραμένουν οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που δοκιμάζονται μέσα στις επεισοδιακές καταστάσεις της μικρής και ασήμαντης πραγματικότητάς τους. Και στο τέλος, από μια απόσταση, διαπιστώνουμε ότι αυτές οι φιγούρες και η ανιαρή ζωή τους, γίνεται το πεδίο για να αποκαλυφθεί το δράμα του ανθρώπου που κραδαίνει ανάμεσα σε θύελλες και θυσιάζεται σαν αμνός στην προσπάθειά του να βρει τον προορισμό του μέσα στον κόσμο. Πιστά στο πνεύμα της εποχής, χωρίς ακροβατισμούς που θα στερούσαν ενδεχομένως από το κοινό το άρωμα της τσεχωφικής ατμόσφαιρας και τους κραδασμούς της ρώσικης ψυχής, η παράσταση δε στερήθηκε διαβαθμίσεων υποκριτικής, από το ρεαλισμό, στον κλασικό δραματικό,αλλά χωρίς υπερβολές, στόμφο μέχρι και τις λεπτές διακυμάνσεις του κωμικού.
Σε μια σκηνογραφική σύνθεση (κα Αριάδνη Βοζάνη), όπου συμπυκνώνονται οι χώροι και οι λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των ηρώων σε μια σύνθετου ρεαλισμού λογική, αποτυπώνονται, μέσα στο υποφωτισμένο γκρίζο, τα ματαιωμένα αισθήματα και η πλήξη της ανέλπιδης ζωής. Οι ενδυματολογικές δημιουργίες της κας Βασιλικής Σύρμα, δίνουν με επιτυχία το στίγμα των ετερόκλητων συχνά στοιχείων που κουβαλούν οι ήρωες, όπως ο Βάνιας, συνδυασμός καλλιεργημένου δανδή και αγρότη.
Η μουσική σύνθεση του κ. Σταύρου Γασπαράτου, αποτυπώνει χαρακτηριστικά τους αργούς, μονότονους ρυθμούς της επαρχιακής ζωής, τις κρυφές πληγές που ελοχεύουν μέσα σε αυτή, όπως και το απροσδιόριστο μέλλον που προδιαγράφουν οι συγκρούσεις. Το ίδιο αποκαλυπτικοί του εσωτερικού δράματος των ηρώων, και οι φωτισμοί της κας Μελίνας Μάσχα.
Ο κ. Γιάννης Φέρτης, αν και μεγαλύτερος ηλικιακά από την οδηγία του Τσέχωφ, χτίζει έναν αριστοτεχνικό και καθόλα συγκροτημένο Βάνια. Στην ερμηνεία του κυριαρχεί διάχυτη μια δόση ειρωνίας και πικρού χιούμορ, που προκαλεί η ισοπέδωση των ιδεωδών του και η συνειδητοποίηση ότι όλη η ζωή του στηριζόταν σε ψευδαισθήσεις. Το δε συναίσθημα παραίτησης και η απάθειά του φέρνουν στα μάτια μας τις εσωτερικές πληγές του, ενώ στην άνιση μάχη του με τον έρωτα, μοιάζει μια αμήχανη φιγούρα πολύ κοντά στον αθώο, αδέξιο, χωρίς εμπειρία ζωής, έφηβο. Πολύ δυνατή υποκριτικά η στιγμή που αναγνωρίζει στο πρόσωπο της ανηψιάς του, Σόνιας, τη νεκρή αδελφή του, σε ένα φλερτ μεταξύ τρέλας και πραγματικότητας ενώ η σκηνή της σύγκρουσης με τον Σερεμπριάκωφ διαθέτει κλιμάκωση: σιωπή, περισυλλογή και ακολούθως διαβαθμιζόμενη ένταση, χωρίς υπερβολή.
Ο κ. Στέλιος Μάϊνας δίνει έναν Αστρώφ, που παρά την ομολογία του για απουσία συναισθημάτων, ξεχειλίζει από ανθρωπιά, μέσα από τη διαδικασία ενδοσκόπησής του, την απολογητική στάση του και τη βαθειά σύγκρουση με τον εαυτό του. Οι μονόλογοί του για τα δάση και τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση έχουν ποιητικότητα αλλά και φλόγα, έκσταση, πάθος, ως ένθερμος οραματιστής της νέας εποχής, που δείχνει με το δάκτυλο στο μέλλον, και ως αντικατοπτρισμός των ιδεών του ίδιου του Τσέχωφ. Ενδιαφέρουσες ακόμη και οι επιδέξιες και μετρημένες ανάλαφρες πινελιές με τις οποίες χρωματίζει γενικότερα το ρόλο του.
Η κα Μαρίνα Ψάλτη, ως Έλενα Αντρέεβνα, αποδίδει σε όλη την κλίμακα τη γυναίκα του πνίγεται μέσα στις συμβάσεις, αδύναμη να δραπετεύσει από την πληκτική ζωή της, έναντι της οποίας δεν έχει τίποτε άλλο να αντιπροβάλλει. Συμβιβασμένη, άτολμη, φοβισμένη φαίνεται να αναζητά έναν ιδανικό, αρμονικό κόσμο στον οποίο ίσως να είχε μια θέση. Σπαρακτική στο τέλος της β΄πράξης, με πολύ εύγλωττες σιωπές στη σκηνή της σύγκρουσης του Βάνια με τον Σερεμπριάκωφ και με έξυπνα υποκριτικά ποικίλματα στην ερωτική περίπτυξη με τον Αστρώφ, η κα Ψάλτη καταθέτει μια πολύ ενδιαφέρουσα και ενδελεχή ερμηνεία σε αυτόν τον απαιτητικό ρόλο.
Η κα Αλεξία Καλτσίκη δίνει μια έντιμη παρουσία ως Σόνια. O τελευταίος, μάλιστα, μονόλογός της στην δ’ πράξη είναι μια εξαίσια ωδή στην ελπίδα με σχεδόν μεταφυσική αύρα, που διαπερνά την ψυχή του θεατή.
Ο Σερεμπριάκωφ του κ. Γιάννη Βόγλη αποδίδει με ακρίβεια και με δωρικό χιούμορ τον γκρινιάρη, εγωιστή και ψευτοφιλόσοφο καθηγητή, που γνωρίζει καλά πως να φτιασιδώνει την ασημαντότητά του μέσα από έναν επίπλαστο ορθολογισμό. Χωρίς αισθήματα και σε ανοιχτή σύγκρουση με όλους, χρωματίζει το χαρακτήρα του με τον αποστειρωμένο, κοφτό λόγο του, τις ήπιες αντιδράσεις και το φλεγματισμό των εκφράσεών του.
Χαρακτηριστική τσεχωφική φιγούρα, στο ρόλο του Τελιέγκιν, ή Βάφλας, ο κ. Χάρης Χαραλάμπους, αποδίδει με χάρη και εξωστρέφεια, τον ανιδιοτελή και πιστό φίλο της οικογένειας, μια αντιστικτική παρουσία που δημιουργεί ανάλαφρες ρωγμές στη δραματική ατμόσφαιρα.
Η κα Μελίνα Βαμβακά μεταφέρει με πιστότητα τη Μαρία Βασίλιεβνα, χαρακτηριστική φυσιογνωμία των διανοούμενων της ρωσικής επαρχίας το 1890. Η απόδοση της διττής και συγκεχυμένης ιδεολογικής της ταυτότητας, ανάμεσα στην υποταγή στο Σερεμπριάκωφ και στη θερμή υποστήριξη της χειραφέτησης των γυναικών, δημιουργεί ένα λεπτό συμπαθητικό φίλτρο καρικατούρας.
Τέλος, η κα Έρση Μαλικένζου στο ρόλο της Μαρίνας, ενσαρκώνει με αυθεντικότητα, που ξυπνά συμπάθεια και ζεστά αισθήματα, την απλοϊκή, θυμόσοφη, πρακτική και παθητικά τοποθετημένη στη ζωή, γριά γυναίκα, χαρακτηριστικό δείγμα της ρώσικης ψυχής.