
Κριτική Θεάτρου | Mου λες αλήθεια;
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 19/03/2015
O Derrida στο έργο του “Histoire du mensonge, Prolégomènes” επιχειρεί να βάλει στη θέση του τον ορισμό του ψέμματος: “διότι κατ’αρχήν και σύμφωνα με την κλασική ορολογία, το ψέμμα δεν ισοδυναμεί με το λάθος […] και το αντίθετο του ψέμματος δεν είναι η αλήθεια, αλλά η αληθοφάνεια. Υπ’αυτή την έννοια το ψέμμα ξεπερνά τα όρια του αληθούς ή του λάθους και εμπίπτει στη σφαίρα της ηθικής και της πρόθεσης. Μπορεί να ψευδόμαστε λέγοντας την αλήθεια, εφόσον την αντιλαμβανόμαστε λανθασμένα, όπως επίσης μπορεί να μην ψευδόμαστε, ισχυριζόμενοι ένα λάθος που θεωρούμε ότι είναι αλήθεια”.
Κάπως έτσι μπλέκονται τα πράγματα στο έργο του σύγχρονου γάλλου συγγραφέα Florian Zeller (1979-) “Μου λες αλήθεια;” (τίτλος πρωτότυπου “La vérité”) που παίζεται για τρίτη συνεχή χρονιά στο θέατρο Κάππα σε σκηνοθεσία του κου Σπύρου Παπαδόπουλου.
Ο Μισέλ, αν και παντρεμένος, διατηρεί ερωτικό δεσμό με τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου. Όταν όμως αρχίζουν οι αποκαλύψεις εξωθούνται, τόσο εκείνος όσο και οι άλλοι, σε ένα γαϊτανάκι αλλεπάλληλων ψεμμάτων μέχρι τελικής πτώσης, σε σημείο που ο θεατής να μην αντιλαμβάνεται πλέον ποιός λέει την αλήθεια και ποιός ψέμματα.
Φυσικά, η πρόθεση του Zeller ήταν μια σκηνική σπουδή πάνω στη λειτουργία του ψέμματος και στις λεπτές γραμμές που ενδεχομένως το χωρίζουν από την αλήθεια ή όλα εκείνα τα παιχνιδίσματα και οι αντανακλάσεις της αληθοφάνειας που προσιδιάζουν στο ψέμμα και το αντίστροφο. Υπό το μανδύα του μπουλβάρ, καθότι η δραματουργία του συγγραφέα έχει άλλες αφετηρίες (βλ. La mère), επιχειρεί να κάνει μια ακτινοσκόπηση των πλέον στενών κοινωνικών σχέσεων, των συζυγικών, και να καταδείξει, προφανώς, το φύσει ανέφικτο της πίστης, και ως εκ τούτου, την τάση του ανθρώπου να συνθηκολογεί με επιλογές, τις οποίες φροντίζει σχεδόν πάντα να υπονομεύει.
Το συγκεκριμένο έργο που, σύμφωνα με τους κριτικούς, αναβιώνει την πνευματώδη και σπιρτόζικη γραφή του Εygène Marin Labiche και του Georges Feydeau, είδε τα φώτα της σκηνής σε πολλές χώρες και με διάσημους πρωταγωνιστές. Στη Γαλλία, μάλιστα, ήταν ο Pierre Arditi που κρεάρησε στο ρόλο του άπιστου Μισέλ με μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, η ελληνική βερσιόν του έργου, στο θέατρο Κάππα, αποδεικνύεται μια έκπληξη τόσο σκηνοθετικά όσο κι ερμηνευτικά. Και η παρουσία του κου Παπαδόπουλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι ακριβώς αυτό που φαντάστηκε ο Zeller από τον ήρωά του, περισσότερο, θα έλεγα, από την αργόσυρτη υποκριτική του Arditi με τις χονδροειδώς μπουφόνικες προσθήκες του. Αντιθέτως, ο κ. Παπαδόπουλος είναι ο ήρωας που στη δίνη του ψεύδους, που λειτουργεί ανεξέλεγκτα και πολλαπλασιαστικά, χάνει την εσωτερική του ισορροπία, διαταράσσεται η λειτουργία του κεντρικού άξονά της λογικής του, κι εν μέσω παράκρουσης επιχειρεί να κατασκευάσει μια άλλη λογική, που ενώ είναι παράλογη, εμφανίζεται ως αληθοφανής. Και όλο αυτό δίνεται με φίνο τρόπο αλλά και με νεύρο και πάθος. Ο ρυθμός, η ελεγχόμενη ένταση, το μέτρο, η κίνηση, η ποιότητα και η ακρίβεια των αντιδράσεων και της ατάκας, όλα λειτουργούν άψογα και στοιχειοθετούν μια εξαιρετική ερμηνεία πάνω σε αυτό τον αβανταδόρικο, πλην όμως απαιτητικό, ρόλο.
Στους υπόλοιπους ρόλους, τόσο η κα Βάνα Ραμπότα όσο και η Νικολέτα Κοτσαηλίδου, σύζυγοι κι ερωμένες αμφότερες, ακολουθούν επιτυχώς το ύφος και την όλη αύρα του γαλλικού μπουλβάρ με το συνδυασμό μεγαλοαστικής γοητείας και γνήσιας θηλυκής πονηριάς, ενώ ο κ. Τάκης Παπαματθαίου δίνει έναν Πωλ επιδέξια φλεγματικό όσο κι αινιγματικό. Έξυπνη και η λειτουργία του κ. Στ. Πέτσου ως ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ των σκηνών.
Η δόκιμη μετάφραση της κας Ν. Κοτσαηλίδου, έχει αφουγκραστεί εύστοχα τα κομβικά σημεία του έργου που δημιουργούν αβίαστες αντιδράσεις γέλιου στο κοινό, ενώ το σκηνικό του κ. Γιώργου Γαβαλά καθίσταται μια αναφορά στο μετά βίας διακριτό ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμμα.
Τέλος, τόσο οι φωτιστικές δημιουργίες της κας Ελευθερίας Ντεκώ όσο και η πρωτότυπη μουσική του κου Παναγιώτη Τσεβά που παρουσιάζει πιο εμπεδωμένα κι επεξεργασμένα, κι όχι τόσο κοινότυπα, δείγματα γαλλικού μουσικού ιδιώματος, συμπληρώνουν αισθητικά άρτια την όλη σκηνική ατμόσφαιρα.
Γενικά, μια παράσταση με γερούς ρυθμούς, δουλεμένες ερμηνείες, χημεία μεταξύ των πρωταγωνιστών και έναν Σπύρο Παπαδόπουλο στα καλύτερά του.