
Κριτική Θεάτρου | Kanata
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 21/10/2019
Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη για τη θεατρική παράσταση “Kanata” σε σκηνοθεσία του Robert Lepage (Ελληνικό Φεστιβάλ, 2019).
Οι δύο πρόσφατες δημιουργίες του Καναδού σκηνοθέτη Ρομπέρ Λεπάζ «SLĀV» και «Κanata – Επεισόδιο 1 ο – Η διαμάχη» μετατόπισαν το κέντρο βάρους της συζήτησης από την ανάγκη αναδίφησης ζεόντων ιστορικών, πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών ζητημάτων που άπτονται του αποικιοκρατισμού και των διαφυλετικών σχέσεων, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο αυτά μεταγράφονται σε μια ενδιαφέρουσα μεταθεατρική γλώσσα, στο ζήτημα της «πολιτισμικής οικειοποίησης», ήτοι της πραγμάτευσης θεμάτων αναφερόμενων σε φυλές ή μειονότητες με προϋπόθεση την υποχρεωτική ή και προνομιακή διαμεσολάβηση εκπροσώπων τους.
Ειδικότερα για το «Kanata – Επεισόδιο 1 ο – Η διαμάχη» που παρουσιάστηκε από το παρισινό «Θέατρο του Ήλιου» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, η αμφισβήτηση από τους Ιροκουά, αυτόχθονες του Καναδά, του δικαιώματος άλλων εθνοτήτων να μιλήσουν για την Ιστορία της φυλής τους, καθώς και για τα προβλήματα ενσωμάτωσής τους στο αποικιοκρατικό καθεστώς και, εν συνεχεία, της επιβίωσής τους στο σύγχρονο σύμπαν πολυπολιτισμικότητας και κοινωνικών κρίσεων, εγείρει θέμα των εθνοτικών διαφορισμών και αποκλεισμών (ιδωμένων αμφίπλευρα και όχι αποκλειστικά από τη σκοπιά των αυτοχθόνων πληθυσμών), το οποίο συναρτάται με το ρόλο του θεάτρου, ως κατεξοχήν πολιτικής πράξης και με τη δημοκρατικότητα της σκηνής, ως βήματος ελεύθερης έκφρασης λόγου και δράσης. Μια ηχηρή απάντηση στην «τυραννία των μειονοτήτων στο όνομα της πολιτικής ορθότητας», όπως αναφέρει ο κριτικός θεάτρου Μισέλ Φαΐς, δίνει το ίδιο το εθνικά πολυσυλλεκτικό ανθρώπινο δυναμικό του «Θεάτρου του Ήλιου» και το διαχρονικό ενδιαφέρον τόσο της Μνούσκιν όσο και του Λεπάζ για ένα θέατρο της ιστορικής και ανθρωπολογικής έρευνας και όχι για ένα θέατρο ακτιβισμού, ενώ στους διαπρύσιους υπερασπιστές των θέσεων των αυτοχθόνων του Καναδά θα μπορούσε να απαντήσει μια καίρια παρατήρηση του Γκυγιώμ αναφορικά με τη σχέση μας με τον Άλλο: «Η Δύση, με την αποικιοκρατία ή με την πολιτισμική αφομοίωση, έχει περιορίσει την πραγματικότητα του Άλλου, έχει μειώσει την ετερογένεια […]· η πραγματική σπανιότητα είναι η ετερότητα· και ο μόνος τρόπος να καταπολεμηθεί αυτή η σπανιότητα είναι η τεχνητή κατασκευή του Άλλου». (Βρύζας, 190). Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να παραγνωριστεί και η συμβολή των Πολιτισμικών Σπουδών στην εμπέδωση του διαλόγου για ζητήματα ετερότητας και διακρίσεων. Ο Ρίτσαρντ Ντάϊερ δίνει ένα οικουμενικής διάστασης στίγμα αναφέροντας χαρακτηριστκά:«Δεν υπάρχει πιο ισχυρή θέση από το να είναι κανείς ‘απλά άνθρωπος’· η αξίωση για ισχύ είναι η αξίωση του να μιλάς για την ολότητα της ανθρωπότητας […]» (Storey, 258).
Ο Λεπάζ επένδυσε για μια ακόμα φορά στη μεταθεατρική εργαλειοθήκη του: εγκιβωτισμός της δράσης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ντοκουμέντου και ιστορικής καταγραφής, θέατρο εν θεάτρω, mise en abyme, τελετουργική μυσταγωγία, εικαστικότητα, χρήση μεικτών μέσων, μετεωρισμός ανάμεσα στο ρεαλισμό και το ονειρώδες, την ωμότητα και το λεπτό χιούμορ. Ένα θέατρο που ξέρει να θέτει επιτακτικά ερωτήματα, αλλά και που δεν παύει να διερωτάται διαρκώς ακόμα και για τον ίδιο του τον εαυτό.