
Κριτική Θεάτρου | Into the Woods
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 15/02/2020
Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη για την παράσταση του μουσικού έργου “Into the Woods” των Stephen Sondheim και James Lapine, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπογδάνου (Eθνική Λυρική Σκηνή, Εναλλακτική Σκηνή ΚΠΙΣΝ).
Όταν στις 31 Μαρτίου 1943, στην πρεμιέρα του έργου «Οklahoma!» των Oscar Hammerstein II και Richard Rodgers, άνοιγε η αυλαία του St. James Theatreτης Νέας Υόρκης, μαζί της θα άνοιγε και μια καινούργια σελίδα στην ιστορία του αμερικάνικου μουσικού θεάτρου. Αντί για τη συνήθη εντράτα με τα εντυπωσιακά μπαλέτα και τις θελκτικές καλλονές που προεξοφλούσαν τις εντυπώσεις, εκείνο το βράδυ οι θεατές αντίκριζαν μια ταπεινή γηραιά φιγούρα σε μια φάρμα της άγριας Δύσης να θρυμματίζει με ένα τεράστιο ξύλινο γουδοχέρι βούτυρο.
Αυτή η πρώτη συνεργασία του διδύμου Rodgers-Hammerstein II υπήρξε σταθμός για την επανεκκίνηση του είδους: για πρώτη φορά αρχίζουν να σκιαγραφούνται ρεαλιστικοί χαρακτήρες με στέρεη ψυχολογία και να οικοδομείται ένα συμπαγέστερο δραματουργικό σκυρόδεμα ανάμεσα στους διαλόγους, τα τραγούδια (που καθίστανται πλέον φορείς εξέλιξης της δράσης και μέσα για την αποτύπωση της μεταστροφής των ηρώων) και τα χορευτικά (που από αφηρημένες εντυπωσιοθηρίες, πλέον, προσδένονται στο milieu του έργου).
Μια άλλη, εξίσου καθοριστική, τομή στο μιούζικαλ ανήκει, αναμφισβήτητα,στον Stephen Sondheim, που έχοντας προηγουμένως υπογράψει τους στίχους του ρηξικέλευθου για την εποχή του «West Side Story», θα προχωρήσει ακόμη πιο πέρα. Όταν θα αρχίσει να ντύνει λιμπρέτα με τη δική του μουσική, θα φέρει στο προσκήνιο την πυκνή δραματικότητα, τα ψυχολογικά σύμπλοκα, την συνθετότητα και τις πολλαπλές διαστρωματώσεις των σχέσεων και των καταστάσεων, αλλά και την τραγική πάλη των συναισθηματικών κόσμων, αντήχηση των προσωπικών του διαχρονικών εσωτερικών συγκρούσεων.
Το «Ιnto the Woods» (1986) συλλαμβάνεται σε μια εποχή που το fiction και το παραμυθώδες διεκδικεί ολοένα και περισσότερο ζωτικό χώρο στο μουσικό θέατρο («Starlight Express», «The Phantom of the Opera» κοκ). Η ιδέα να επαναδιατυπωθούν, αυτή τη φορά για ένα ενήλικο κοινό, οι ήρωες των παραμυθιών του Grimm, ως το αρνητικό των νεανικών φαντασιώσεων και ως σκοτεινή αποκωδικοποίηση της χαμένης παιδικότητας, συνάντησε ανέλπιστη αποδοχή. Εν μέσω του ψυχροπολεμικού παροξυσμού το μότο «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» αποδεικνύεται φενάκη, τη στιγμή που στον κόσμο απαριθμούνται έωλες ατομικές σκοπιμότητες και «ευτυχίες», ανίκανες να σηκώσουν το βάρος της ευθύνης για την επίτευξη ενός κοινού καλού.
Ο Δημήτρης Μπογδάνος (Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ΚΠΙΣΝ) ιχνηλάτησε με ενθουσιώδη μέριμνα και εν πλήρει εκτάσει την περίπλοκη γεωγραφία του έργου. Με μια οργανική ζεύξη του αφηγηματικού και του δραματικού στοιχείου και μια εύρυθμη διαχείριση των συνόλων, η παράσταση ρέει αν και εκτείνεται σε διάρκεια (στο μιούζικαλ η έννοια του χρόνου διαστέλλεται και συστέλλεται σε συνεχή διαδοχή, οι στιγμές άλλοτε δίνουν την εντύπωση ότι σχεδόν αυτοπαρατηρούνται και άλλοτε ότι αστραπιαία εξαχνώνονται μέσα στη γενική σκηνική δυναμική, καθιστώντας την οικονομία του σκηνικού χρόνου δομικό ζήτημα). Η υποδειγματική μετάφραση του κειμένου (Δημήτρης Μπογδάνος) και η απόδοση των στίχων (Τζούλια Δημητροπούλου) παραδίδουν ένα λόγο γειωμένο, σε αναφορά με τα εκφραστικά ανακλαστικά του σύγχρονου κοινού, και σε αγαστή ισορροπία ανάμεσα στο ευφάνταστο, το λαϊκότροπο, το λόγιο, το χιουμοριστικό, το συναισθηματικά εμβριθές. Τα μυσταγωγικά, γλυπτικά ημίφωτα του Σάκη Μπιρμπίλη που ενδύουν το συμβολιστικό σκηνογραφικό τοπίο (Λίνα Πηγαδιώτη) δίνουν την εντύπωση ότι λειτουργούν ερήμην μιας ατμόσφαιρας που, χωρίς να παγιώνεται ως παιδικό θέαμα, ενίοτε,λειτουργεί φυγόκεντρα ως προς τον κινούμενο εγκαρσίως συλλογισμό του James Lapine (λιμπρέτο). Η ντιρεκτίβα για μια sotto voce χρήση των φωνών προς την κατεύθυνση μιας σύμμετρης συνεργασίας με την ορχήστρα-δίπολο «πιάνο-κρουστά», αν και τεχνικά ορθή, αποκρυσταλλώνεται εν τέλει ως μια ομογενοποιημένη τεχνική από την οποία δεν καθίστανται αναγνωρίσιμες οι διαφορετικότητες των χαρακτήρων, (ζήτημα που συνδέεται, προφανώς, και με μια ελλιπή και βασισμένη σε αβασάνιστα στερεότυπα και μίμηση προτύπων εγχώρια κουλτούρα εκπαίδευσης των καλλιτεχνών του μουσικού θεάτρου). Μέσα σε μια ομάδα συνεπών ερμηνευτών με πειθαρχημένη συνείδηση συνόλου, οι Δημήτρης Μπογδάνος (αφηγητής), Νάντια Κοντογιώργη (μάγισσα) και Θάνος Λέκκας (Πρίγκιπας)αφήνουν διακριτά, εντός κι εκτός του γενικού ensemble, υποκριτικά και φωνητικά στίγματα.