
Κριτική Θεάτρου | Η Παρεξήγηση
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 27/01/2016
Η διανομή για την περίοδο 2016–17 έχει αλλάξει. Η παρούσα κριτική αφορά τη διανομή της περιόδου 2015–16.
Πέρα από την ομοιότητα της “Παρεξήγησης” με την “Έκπληξη” του Πολωνού Karol-Hubert Rostworowski, ο Albert Camus (1913-1960) καταφέρνει να συγκεράσει τις αριστοτελικές αρχές του δράματος με το στοιχείο του παραλόγου. Ένα παράλογο που δεν προσιδιάζει υφολογικά στα έργα του Μπέκετ και του Ιονέσκο αλλά που βρίσκεται σε αναφορά με τη φιλοσοφική θεώρηση της σχέσης του Ανθρώπου με τον Κόσμο του: Ούτε ο Άνθρωπος ούτε ο Κόσμος συνιστούν το παράλογο αλλά η μεταξύ τους συγκρουσιακή, ατελής σχέση. Μέσα σε αυτόν το σύνθετο Κόσμο το στοιχείο της διατράνωσης της ατομικής ταυτότητας, η κατά πρόσωπο δήλωση παρουσίας λειτουργεί διαλυτικά για το τραγικό στοιχείο. Ο τραγικός ήρωας (όπως ο Γιαν της “Παρεξήγησης”) διαπράττει πάντα ένα μοιραίο λάθος, εδώ της ανειλικρίνειας. Ο Γιαν προσδοκά πολύ περισσότερα από τους άλλους -την αναγνώριση της ταυτότητάς του- τη στιγμή που όλα γύρω του είναι ένας κόσμος που καταρρέει μέσα στη δίνη των πολέμων και της δυστυχίας.
Ο μόνος δρόμος όταν παίζεις με τη ζωή και το αληθινό της πρόσωπο είναι ο θάνατος. Και ο Γιαν γυρίζει από τον ήλιο και τη θάλασσα στη βροχερή, σκοτεινή πατρίδα του στον ευρωπαϊκό Βορρά, όπου πέφτει συμπτωματικά θύμα της αδελφής του και της μητέρας του. Δύο φιγούρες που αντικατοπτρίζουν τη σκοτεινή όψη της ζωής, τη μελανή ιστορική συγκυρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την αναπάρασταση της φρικαλεότητας του μαζικού εγκλήματος ενάντια στην ανθρωπότητα. Δίπλα στην Παρεξήγηση που στήνεται με τις κρυμμένες ταυτότητες, στήνεται και μια αντιστοίχιση με κοινό παρανομαστή τη μοιραία κατάληξη. Η καταπισμένη Μάρθα, ποθεί να δραπετεύσει από το ανήλιαγο κόσμο που την καταπνίγει και να βρεθεί εκεί όπου είχε καταφύγει ο αδελφός της. Μια πράξη-σύμβολο της ατομικής εξέγερσης, στοιχείο δομικό στον Camus για ό,τι αφαιμάζει την ανθρώπινη ζωή και ουσία, όμως εξίσου τραγικά ατελέσφορη εφόσον ως μόνο μέσο για την επίτευξή της φαντάζει ο θάνατος, που ως αντίτιμο έχει το θάνατο.
Τα πρόσωπα αυτού του ιδιότυπου δράματος καθίστανται συγχρόνως ηθοποιοί και θεατές σε ένα χώρο εφήμερης παρουσίας, το ταπεινό πανδοχείο μάνας και κόρης, ένα γοητευτικά σκοτεινό περιβάλλον όπου διαδραματίζονται η υπαρξιακή σύγχυσή τους και οι αποτρόπαιες πράξεις τους. Ο Γιαν εκπροσωπεί τον ηθοποιό, μάνα και κόρη βρίσκονται από την πλευρά του θεατή. Από την άλλη όχθη, η Μαρία (η γυναίκα του φονευθέντος) εκπροσωπεί τη φωτεινή πλευρά του κόσμου που σπαράσσεται μέσα στη σκληρότητα και τη βία, ενώ ο βουβός υπηρέτης, μέχρι να απαντήσει με το κατηγορηματικό “Όχι” του στις εκκλήσεις της Μαρίας για έλεος, δεν είναι τίποτε περισσότερο από τον απαθή Θεό που παρακολουθεί αμέτοχος τα δημιουργήματά του να συντρίβονται.
Η παράσταση του εμβληματικού αυτού έργου στο θέατρο Radar* σε σκηνοθεσία κας Αναστασίας Παπαστάθη, συνιστά μια έντιμη σκηνική δημιουργία που διατηρεί συμπυκνωμένο το δραματοποιημένο φιλοσοφικό στοχασμό του Camus, προκαλώντας παράλληλα τα ρίγη της σκοτεινής ατμόσφαιρας από την παρουσία των προσώπων στο αφιλόξενο σκηνικό που τα περικλείει. Γλαφυρά και με ποιητική αφαίρεση έχει μεταδοθεί η αύρα του εγκλεισμού, της εγκατάλειψης, της ανίας και του τρόμου όσο και η υπολανθάνουσα βασανιστικά προδιαγεγραμμένη πορεία προς το θάνατο, ως μόνη λύση στην άνιση μάχη με τον αδυσώπητο κόσμο.
Η Μητέρα της κας Μαρίας Σκούντζου, εκπροσωπεί μια εξουθενωμένη ύπαρξη, πνιγμένη στη ματαιότητα της βίας, τη γερασμένη επανάληψη του φαύλου κύκλου του αίματος και εν τέλει μια χωρίς αντίκρισμα επαναστατημένη συνείδηση για την οποία η αυτοχειρία είναι το τίμημα-μονόδρομος για το απεχθέστερο όλων των εγκλημάτων της.
Με δωρικότητα, αποφασιστικότητα, δαιμονική ένταση, ακαμψία αλλά και μια απελπισμένη έκρηξη για διαφυγή από την πραγματικότητα η Μάρθα της κας Αναστασίας Παπαστάθη σχηματοποιεί συμμετρικά και σκηνικά εύγλωττα τη χαρακτηριστική αυτή “καμυκή” ηρωΐδα-συνώνυμο του σκότους.
Ο κ. Κώστας Καζανάς, στο ρόλο του Γιαν, αποδίδει τον αινιγματικό, άτολμο γιο, με την εσωτερική σύγκρουση, τις φοβίες και τα διχασμένα συναισθήματα, ένα ζωντανό χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου μέσα στην υπαρξιακή σκοτοδίνη του.
Η Μαρία της κας Ηλέκτρας Αρσενίδου, διαθέτει με εσωτερικό σθένος όλα τα στοιχεία της φωτεινής ύπαρξης που σηματοδοτεί το στοιχείο της καθαρής αγάπης απέναντι στο σκοτάδι του θανάτου, όσο και το είδωλο του συντετριμμένου ανθρώπου που αναζητά επί ματαίω μια χείρα βοηθείας μπροστά στο τραγικό αδιέξοδό του.
Σημειολογικά, από άποψη παρουσίας, καίρια η παρουσία του κου Γιώργου Βούτου, στο ρόλο του υπηρέτη, αν και ίσως έπρεπε να τονιστεί περισσότερο, κινησιολογικά και εκφραστικά, η μεταφυσική διάσταση και το συμβολικό βάθος του ρόλου.
Απλά, λιτά, λειτουργικά, κοντά στην αισθητική της εποχής του έργου και ως νοητή προέκταση των ψυχισμών και της ιστορικής στιγμής οι σκηνικές και ενδυματολογικές δημιουργίες της κας Ειρήνης Παγώνη, οι περιγραφικοί φωτισμοί που επιμελήθηκε η σκηνοθέτης όσο και το μπραμσικό ηχητικό ντύσιμο από τον κ. Πάνο Φορτούνα.
* Το θέατρο Radar βρίσκεται στην Πλατεία Αγ. Ιωάννη Κυνηγού 13 (σταθμός μετρό “Άγιος Ιωάννης”) τηλ 210 97 69294