
Κριτική Θέατρου | Σεβάς Χανούμ • Θέατρο Σημείο
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 24/12/2023
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος σκηνοθετεί στη σκηνή του θεάτρου «Σημείο» το μονόπρακτο του Γιώργου Χρονά «Σεβάς Χανούμ», προσδίδοντας στη λειτουργία του θεάτρου verbatim τον ιδιότυπο οίστρο της σκηνικής αφηγηματικότητας και καθιστώντας το ίδιο το αρχείο αισθητικό υλικό.
Το μονόπρακτο «Σεβάς Χανούμ» που αναφέρεται στα έργα και τις ημέρες της ομώνυμης γνωστής ερμηνεύτριας του λαϊκού τραγουδιού (κατά κόσμον Σεβαστής Παπαδοπούλου, [1931-1990]) και βασίζεται σε απομαγνητοφωνημένο υλικό, που ο ίδιος ο Χρονάς κατέγραψε το 1983, συνιστά ένα είδος θεάτρου verbatim. Αυτό το θέατρο-ντοκουμέντο, που αντιπροσωπεύει τη λιγότερο διαμεσολαβημένη διαδικασία μεταφοράς του πραγματικού ενώπιον του κοινού, στο βαθμό που ζωντανεύει αυτούσιες προσωπικές μαρτυρίες και ανόθευτα τεκμήρια και οι αφηγητές καθίστανται, ουσιαστικά, μάρτυρες του ίδιου τους του εαυτού, δεν εκφεύγει, παρόλα αυτά, του κινδύνου μιας παραμόρφωσης ή ενός υποκειμενισμού όταν το αρχείο εισέρχεται στο πεδίο της σκηνικής πραγμάτωσης.
Τι είναι όμως αυτό που υποκινεί τον δραματουργό, Γιώργο Χρονά εν προκειμένω, να αναδιφά στα άδυτα της ζωής άλλοτε του James Dean άλλοτε της Σεβάς Χανούμ, συνθέτοντας περιπατητικές βίων που απηχούν πολλά περισσότερα από βιογραφικά παραλειπόμενα, όπως εποχές, τόπους, ανθρωπογεωγραφίες, εικόνες; Είναι μήπως αυτό που ο Derrida αποκαλεί mal d’archive, τον πόθο για ανάσυρση του αρχείου από εκεί όπου κρύβεται, μια «ορμέμφυτη, επαναληπτική, ακατανίκητη και νοσταλγική επιθυμία επιστροφής στην καταγωγή και στον πιο αρχαϊκό τόπο της απόλυτης έναρξης;» (126). Όμως, όπως σε άλλο σημείο επισημαίνει εμφαντικά ο Derrida, «το αρχείο δεν είναι ζήτημα του παρελθόντος […] αλλά ένα ζήτημα μελλοντικό, μιας υπόσχεσης ή μιας ευθύνης για το αύριο» (60).
Έτσι όταν η μαρτυρία καθίσταται σκηνικό αφήγημα, όσο και αν στοιχειώνεται από το εφήμερο του θεατρικού χρόνου, δεν παύει να μετατρέπεται σε μια εν δυνάμει υπόμνηση εις το διηνεκές, ένας προστατευτικός ιστός απέναντι στη διαβρωτική ορμή της λήθης.
Η αφήγηση της Σεβαστής Παπαδοπούλου, αυθεντική, γνήσια λαϊκή, αλλά και με μια αρχοντιά παρρησίας, προσφέρει το σώμα της ως ένα χυμώδες υλικό δραματουργίας, από το οποίο αναβλύζουν αλήθεια, συγκίνηση και νοσταλγία, όχι ως παθολογίες του συναισθήματος της στιγμής, αλλά ως μια αναπλαστική διεργασία της μνήμης και του ντοκουμέντου.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έδωσε ένα σκηνικό αποτέλεσμα απλό και ουσιαστικό, μια αντανάκλαση ενός Stationendrama που φωτίζει εσωτερικά κάθε βήμα της ζωής της αείμνηστης τραγουδίστριας του λαϊκού πάλκου και χωρίς τους περιορισμούς μιας οριζόντιας μιμητικής αποτύπωσης τού πραγματικού προσώπου. Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ πήρε, με σκηνική διαίσθηση, τη σκυτάλη της σύλληψης του σκηνοθέτη, οικοδομώντας ένα πρόσωπο οικείο και προσδεδεμένο στο σύμπαν του που, όμως, υπερίπταται, καθώς περιδιαβαίνει περιοχές πολύ πέρα από την ίδια την κλειστή συνθήκη του. Με αυτό τον τρόπο, η Σεβάς Χανούμ της Κωνσταντίνας Μιχαήλ μετατρέπεται σε ένα σύμβολο γυναικείας θέλησης που ανακαλύπτει την επιθυμία, την ανυψώνει σε ιερό σκοπό, τον οποίο υπηρετεί με αυτοθυσία, περηφάνεια και ανθρωπιά, ένα σύμβολο για τη δύναμη του ρόλου της γυναίκας στην κοινωνία και τού πώς αυτός, σε ανύποπτο χρόνο, μπορεί να απασφαλίσει μικρές ή μεγάλες κοινωνικές επαναστάσεις και να γράψει Ιστορία. Η δε παρουσία του Ιάσονα Χρόνη, με τις λυρικές αιχμές του, τη διακριτική και συγκαταβατική παρουσία του γίνεται ένας αποδέκτης απεύθυνσης, στη θέση του δημιουργού, που την διηθεί μέσα από τα μάτια, τους ήχους της και τη, συχνά κρυμμένη όσο και σαγηνευτική, ευαισθησία της νεότερης γενιάς.