Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 17/03/2016

Το κύκνειο άσμα του Ίψεν “Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί” (1899) παρουσιάζεται στο Yπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε μετάφραση κας Έρις Κύργια και σκηνοθεσία κου Δημήτρη Καραντζά. Σε αυτό το αριστούργημα, που ο μεγάλος δημιουργός έγραψε σε δέκα μήνες, σε πολύ περισσότερο χρόνο από όσο συνήθως, και ήδη σε προχωρημένη ηλικία, (71 ετών), εκθέτει και αναλύει δραματουργικά, αλλά και με στοχαστική εμβρίθεια, το προσωπικό του βίωμα με την τέχνη και το συνολικό απολογισμό της συγγραφικής εμπειρίας, και τοποθετείται επάνω σε θεμελιακά φιλοσοφικά ζητήματα όπως “η ζωή και ο θάνατος”, “η τέχνη και η έμπνευση”, “ο σαρκικός και ο ιδεατός έρωτας”, “ο άνθρωπος και ο χρόνος”. Στην πλέον ευάλωτη περίοδο της ζωής του, έχοντας δρέψει τις δάφνες της εγχώριας και διεθνούς αναγνώρισης, και λίγο πριν η ασθένεια προσβάλλει ανεπανόρθωτα την πνευματική του διαύγεια, ο Ίψεν αμφισβητεί το αντίτιμο της θυσίασης της προσωπικής του ευτυχίας και απόλαυσης με το οποίο ξεχρέωσε την πνευματική κληρονομιά που αφήνει, διερωτάται για τα ηθικά ερείσματα των εμπνεύσεών του, που στηρίχτηκαν επάνω στις ζωές και τα πάθη των ανθρώπων για να καταστούν προσοδοφόρα έργα τέχνης, ενώ εξακολουθεί μέχρι την τελευταία στιγμή να αναμετράται με όλα εκείνα τα διαχρονικά, αδήριτα ερωτήματα που αποτέλεσαν τη βάση της προβληματικής του και τα οποία διέτρεξαν με συνέπεια όλο το φάσμα του έργου του.

Ο διάσημος γλύπτης Ρούμπεκ επιστρέφει με την αταίριαστη προς αυτόν σύντροφο της ζωής του στην πατρίδα του, τη Νορβηγία, στα πλαίσια των διαρκών περιπλανήσεών τους προκειμένου να διασκεδάσουν την πλήξη τους. Εκείνος άνθρωπος του πνεύματος και ιδεαλιστής, εκείνη μια φύση γεμάτη περιέργεια για περιπέτειες και σαρκικές απολαύσεις που δεν εκπληρώνονται. Ανάμεσά τους μεσολαβεί ένα τεράστιο κενό μέχρι που εκείνη θα βρει καταφυγή στη στιβαρή αγκαλιά ενός κυνηγού των βουνών ενώ εκείνος θα συναντηθεί με τη γυναίκα που κάποτε αποτέλεσε την πηγή της έμπνευσής του και το μοντέλο για τη δημιουργία του αριστουργήματός του “Η ημέρα της Ανάστασης”. Κατά τη διάρκεια εκείνης της απρόσμενης συνάντησης με τη γυναίκα που θαύμασε με δέος και αγάπησε μονάχα ιδεατά, εγκαταλείποντάς την στη συνέχεια για να μη σκιάζει τον αυτοθαυμασμό του για τη μεγαλοσύνη της τέχνης του, θα λάβει χώρα ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών που θα αποδείξει ότι και οι δυο τους δεν είναι παρά δύο νεκροί που ποτέ τους δεν είχαν ζήσει. Εκείνη γιατί, ενώ ξεγύμνωσε την αλήθεια της χαρίζοντάς του το πνευματικό τους παιδί -το καλλιτεχνικό του αριστούργημα- κατέληξε χρησιμοποιημένη, προδομένη, κατεστραμμένη. Εκείνος γιατί αλλοίωσε την έμπνευσή του για να ικανοποιήσει τον εγωϊσμό του καλλιτέχνη που θέλει να βλέπει το είδωλό του να δεσπόζει και γιατί εξαγόρασε την ολοκλήρωση του έρωτα με τη φιλοδοξία του. Για το μόνο που μπορούν να ελπίζουν πλέον είναι μια τελευταία ένωση απαλλαγμένη από κίνητρα “επικυριαρχίας” του ενός επάνω στον άλλο, μια πορεία προς το υψηλότερο σημείο απ΄όπου θα θαυμάσουν το μεγαλείο του κόσμου -την απραγματοποίητη υπόσχεση που εκείνος κάποτε της είχε δώσει- μια πορεία, όμως, που θα τους φέρει πιο κοντά στο κοινό τέλος.

Ο Ίψεν γράφει αυτό το έργο σαν να πρόκειται για κινηματογραφικό σενάριο. Κοιλάδες, βουνά, χιονοστιβάδες δεν θα μπορούσαν να παρασταθούν μέσα στα συμβατικά τεχνικά όρια της θεατρικής σκηνής της εποχής του, ωστόσο, δε διστάζει να διαρρήξει τα στεγανά του χώρου του αστικού δράματος υποκινούμενος από την ανάγκη μιας λυτρωτικής ελευθερίας από τα μέχρι τότε δεσμά της τέχνης του, μιας σθεναρής πορείας στο απώτατο σημείο μιας πνευματικής αναζήτησης. Κείμενο σαφώς πιο σύντομο σε διάρκεια, με μεικτά ρεαλιστικά και ποιητικά στοιχεία, συμβολισμούς και φιλοσοφικά ερωτήματα, στηρίζεται πάνω σε ένα λιγότερο σύνθετο σύμπλεγμα σχέσεων δίνοντας συνολικά την εντύπωση ενός δραματοποιημένου δοκιμίου και μιας προσωπικής κατάθεσης αποσυμπιεσμένης από κάθε έννοια βαρύτητας και με όλη την ενάργεια της αποκρυσταλλωμένης σοφίας.

Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης αυτή ακριβώς η έλλειψη βαρύτητας, που δημιουργούν οι αλλεπάλληλες ταλαντώσεις των συζευκτικών όσο και αντιθετικών μερών “ζωής-θανάτου”, “σάρκας-πνεύματος”, “εγώ-άλλου”, “παρελθόντος-παρόντος χρόνου”, αποδίδεται με πρωτότυπο και αισθητικά εύσχημο τρόπο μέσω κομψών κι αέρινων χορευτικών κινήσεων (κίνηση κα Ζωή Χατζηαντωνίου) ενταγμένων σε ένα σκηνικό χώρο-πεδίο αναμέτρησης περιχαρακωμένο (σκηνικά κα Πουλχερία Τζόβα), που αν και πάει ενάντια στη διαρρηγμένη ενότητα του χώρου που υιοθετείται από τον συγγραφέα, ο θεατής τελικά καταφέρνει να αντιληφθεί νοητά τις υπερβατικές διαστάσεις της ιψενικής σύλληψης μέσα από τη συμπυκνωμένη διαλεκτική σχέση των προσώπων. Εντός αυτού του σκηνικά απέριττου κόσμου των ζωντανών-νεκρών, ο σκηνοθέτης αντισταθμίζει το ξεπέρασμα των ορίων του χωροχρόνου, που δεσπόζει στο έργο, με τη δραματική ένταση του κειμένου και τη διάταξη των προσώπων και των μεταξύ τους αντιστικτικών σχέσεων, με όλες εκείνες τις ανυπέρβλητες ρητορικές, δικανικές, ποιητικές και λυρικές αρετές του ιψενικού λόγου και των διαλόγων.

Με προοδευτικό τρόπο ο κ. Περικλής Μουστάκης ξετυλίγει τη θνησιμαία φύση του γλύπτη Ρούμπεκ, τον καλλιτέχνη-έγκλειστο στο προσωπικό όραμα και υποκείμενο στο ανεκπλήρωτο μιας ζωής που πασχίζει να υπερασπιστεί, έως ότου αισθανθεί τη ματαιωμένη ύπαρξή του. Υπερβατική και μυστηριακή η ταξιδιώτισσα της κας Ρένης Πιττακή, που με την παγωμένη, πλην όμως υπερκόσμια, έκφραση και την αιθέρια κίνηση μιας καταπονημένης σωματικότητας, καθίσταται μια σκιώδης ύπαρξη στην ακροτελεύτια έκλαμψη αναζήτησης δικαίωσης και αληθινής επαφής. Με γήινη αύρα, ως αντίρροπη παρουσία στη φλεγματική πνευματικότητα του Ρούμπεκ, και με υπολανθάνουσα ειρωνεία η Μάγια της κας Μαρίας Κεχαγιόγλου ενώ περισσότερο δηλωτικός του αισθησιασμού απ’ ό,τι του αποκρουστικά πρωτόγονου σαρκικού ενστίκτου ο Ουλφχάιμ του κου Μιχάλη Σαράντη. Καίρια και συμβολική των νεκρών ψυχισμών η υπαγορευτική παρουσία της μαυροφορεμένης γυναίκας της κας Αλεξίας Καλτσίκη όσο και του Διευθυντή των ιαματικών λουτρών της πνευματικής και ψυχικής κάθαρσης και εξιλέωσης, του κου Μενέλαου Χαζαράκη. Απλές αλλά “εύγλωττες” οι ενδυματολογικές δημιουργίες της κας Ιωάννας Τσάμη, προσαρμοσμένοι στη λειτουργία του χώρου, περιγραφικοί και υποβλητικοί οι φωτισμοί του κου Αλέκου Αναστασίου ενώ τα ηχητικά εφέ του κου Δημήτρη Καμαρωτού συμβάλλουν σε μια μεταφυσική εμβάθυνση της όλης σκηνικής ατμόσφαιρας.