Κριτική Θεάτρου | Το Τραμ με το όνομα Πόθος
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 01/03/2018
Σχεδόν τίποτα μονοσήμαντο δεν υπάρχει στον Τέννεσση Ουΐλλιαμς. Δραματουργικό ιδίωμα, χαρακτήρες, σκηνικός χώρος, φωτισμός, ατμόσφαιρες, περιγραφές και αισθητική διασταυρώνονται με σύμβολα, ιστορικές συντεταγμένες, ψυχαναλυτικές παρατηρήσεις, προσωπικά βιώματα και εμπειρίες, με την παραμορφωτική δύναμη του ονείρου ή την αποκαλυπτική του ενάργεια, τους δαιδάλους της ψευδαίσθησης, τη σύγκρουση των τεκτονικών πλακών, της εξωτερικής πραγματικότητας και της εσώτερης, που εκφράζουν οι βασανισμένες ψυχές των έργων του. Ειδικά για το «Το τραμ με το όνομα Πόθος», την τραγωδία της σύγκρουσης των δύο ασύμβατων κόσμων, του ματεριαλιστικού και του ιδεαλιστικού, που ανάμεσα στο χάος που τους χωρίζει παρεμβάλλεται με σαρκαστικό τρόπο η έλξη και η επιθυμία, τόσο εκκωφαντικά ανεκπλήρωτες όσο και απροκάλυπτα υπαρκτές, ο ίδιος ο Ουΐλλιαμς είχε διαμηνύσει: «Η Μπλανς δεν είναι ο ακηλίδωτος άγγελος και ο Στάνλεϋ δεν είναι διαβολικός. Μην παίρνετε θέση και μην προτείνετε ηθική». Για να πει ακόμα: «Η σχιζοφρένεια της Μπλανς είναι ένας διχασμός ανάμεσα στο “Αυτό” και το “Υπερεγώ”, ανάμεσα στη λίμπιντο και στην ανάγκη για εκλέπτυνση και αγνότητα». Όλοι είμαστε φτιαγμένοι από θραύσματα του παρελθόντος, κληρονομιά των προγόνων μας, όλοι είμαστε κατά κάποιον τρόπο διάτρητοι, και άρα τρελοί…
Το αερικό του δάσους, η διπολική Μπλανς, ο λίθινος Στάνλευ, το φωτεινό αστέρι η Στέλλα, ο φύλακας άγγελος Μιτς δεν είναι απλά πρόσωπα, αλλά σύμβολα, που καλούνται να υπάρξουν σε συνθήκες ωμές αλλά και να διεκδικήσουν τη θέση τους στη σφαίρα της ποίησης, εκεί που η λογική μοιάζει ανίσχυρη και η κρυφή αλήθεια, όσο αδυσώπητη κι αν φαίνεται, αναδίδει μια ιεροπρεπή γοητεία.
Η σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά (σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινός) μετατρέπεται σε πεδίο όπου ρεαλισμός, ποίηση, σύμβολα και αφήγηση γίνονται μια ομογενοποιημένη ύλη κάπου ανάμεσα στο απτό και σε κάτι το υπερβατικό. Ένα εκράν αναπαράγει τη δράση διαπερνώντας εγκάρσια τη χωροχρονική σχέση, υπονομεύοντας την αποκλειστικότητα του «τώρα» υποσχόμενο μια προβολή στο διηνεκές. Τίποτα δεν αρχίζει και δεν τελειώνει στην τραγωδία. Το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν και το μέλλον και η ασπρόμαυρη εικόνα της οθόνης δεν είναι παρά η μνήμη που αιχμαλωτίζει το ανθρώπινο δράμα στην τραγική του επανάληψη.
Η αφήγηση σκηνικών οδηγιών εδώ γίνεται εργαλείο, βάθος και θρυαλλίδα για τη φαντασία και τη θερμοκρασία του λυρισμού και των συναισθημάτων. Οι έντεκα σκηνές βρίσκουν τη ρυθμική τους στις παρτίδες πόκερ και τις τελετουργικές καθαρτικές αποδράσεις της Μπλανς, ψευδαίσθηση που τη φέρνει αργά και σταθερά σε ένωση με το ένοχο παρελθόν της. Ο σκηνικός χώρος διακριτά συμβολοποιημένος, το σκαιό εξωτερικό περιβάλλον, ο κόσμος του αμερικάνικου νότου, του αποκλεισμού και της αποξένωσης με τον παραπονετικό ήχο των χάλκινων πνευστών και τους απελπισμένους ανθρώπους του, ένας ιδιότυπος χορός που παρατηρεί και διαμορφώνει την τραγική μοίρα, και ο εσωτερικός κόσμος μακριά από την αγένεια και την αδιακρισία του ψυχρού φωτός, εκεί όπου συντελείται η κατάβαση στο έρεβος της τρέλας, μια έξοδος κινδύνου όσο και λύτρωσης.
Η Μαρία Ναυπλιώτου, διάφανη και αέρινη, αινιγματική, σκοτεινή, κυνική αλλά και βαθιά σπαρακτική, διέρχεται με απόλυτη αυτοσυνειδησία από το ιδιότυπο Stationendrama της ισορροπώντας στιβαρά στους δύο κόσμους, στον παθολογικό ιδεαλισμό και την αδέξια χυδαιότητα. Ο Χάρης Φραγκούλης, ο Στάνλευ με το πνιχτό, ερμητικό μένος και το ύπουλο, βραδυφλεγές φλέγμα, που μας κάνει να αφουγκραζόμαστε τον υπόγειο βρυχηθμό της βιαιότητάς του αλλά και το μετέωρο της ψυχής του. Η Θεοδώρα Τζήμου, η αφομοιωμένη στη ζωώδη φύση Στέλλα, που αντιδιαστέλλει στην υποταγή της τις γλαφυρές εκρήξεις ενατένισης και τη διαφυγή μέσα από τη βουβή ελευθερία της σκέψης και της φαντασίας. Ο Άγγελος Τριανταφύλλου, ο Μιτς, ο ανολοκλήρωτος και αχειραφέτητος φύλακας άγγελος, που αντί προστασία φέρει σε πέρας την τιμωρητική, άτεγκτη αποστολή του. Οι Ευνίκη Ευαγγελία Καρακατσάνη και Στηβ-Adrian Frieli σηματοδοτούν το νοσηρό περιβάλλον, όπου η παθητικότητα και το αδιέξοδο μετατρέπονται σε εσωτερική κενότητα, αδηφαγία.
Μετάφραση (Αντώνης Γαλέος) που ακολουθεί άρτια τις ταλαντεύσεις ανάμεσα στη ραφινάτη διανοητικότητα και το αγοραίο. Φωτισμοί (Γιάννης Δρακουλαράκος) που δίνουν στην έννοια «φως» μια σύννοια που διαχέεται όχι μόνο στη σκηνή αλλά και στα εσώψυχα των προσώπων. Μουσικές (Άγγελος Τριανταφύλλου) που μετατρέπουν τον κόσμο της μαύρης μουσικής σε θρηνητικά άσματα και υπόκωφους ανθρώπινους λυγμούς.