
Κριτική Θεάτρου | Το Καινούργιο Σπίτι
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 06/01/2020
Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη για την παράσταση “Το καινούργιο Σπίτι” του Κάρλο Γκολντόνι σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη (Εθνικό Θέατρο).
Αν μια απάντηση στο ερώτημα ‘πώς μπορούν κλασικά κείμενα να καταστούν ευανάγνωστα σε μια εποχή χαοτικών παρορμήσεων στην τέχνη’ προερχόταν από το λυσάρι του μεταμοντερνισμού, θα ήταν, αναμφίβολα, ευπρόσδεκτη, με την προϋπόθεση ότι ο ίδιος ο μεταμοντερνισμός δεν είχε προηγουμένως αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τους αδιέκβατους οραματισμούς του: η αποθέωση της αποσπασματικότητας, το pastiche χρόνων, τόπων και καλλιτεχνικών μορφών, οι έμπλεοι ειρωνείας αναφορές στην Ιστορία, τα ειδολογικά συμφύρματα και η συστηματική υπονόμευση του «πραγματικού» συνέβαλαν με συνέπεια στο να μεταστοιχειώσουν το χάος σε μια αισθητική κατηγορία, μέσα από την οποία καλούμαστε να ταυτοποιήσουμε τους εαυτούς μας και τις συντεταγμένες μας, να εντοπίσουμε το στίγμα μας. Ο μεταμοντερνισμός, που ορίστηκε από τον Jean-François Lyotard ως «δυσπιστία απέναντι στις μεταφηγήσεις», στην προσπάθειά του να ναρκοθετήσει τις κυρίαρχες βεβαιότητες που επιχείρησε να επιβάλει ο Διαφωτισμός, την πίστη στην ακεραιότητα ολιστικών εξηγήσεων και στην «ιδέα ενός ενοποιητικού τέλους της ιστορίας και ενός ενιαίου υποκειμένου», μετατράπηκε και ο ίδιος σε έναν κυρίαρχο κλειστό κώδικα, ένα φασματικό χώρο, μια μετα-γλώσσα ψυχρή και άκαμπτη, που παρότι δεν επιδιώκει να δολοφονήσει το παρελθόν όπως ο μοντερνισμός, στρέφει το βλέμμα του σε αυτό μυκτηρίζοντάς το.
Κάπως έτσι είδε το «Καινούργιο σπίτι» του Goldoni ο Γιάννης Σκουρλέτης (Εθνικό Θέατρο), ως μια μεταμοντέρνα άσκηση επί χάρτου, ένα κολλάζ καλλιτεχνικών -και όχι μόνο -εμπειριών, ένα απάνθισμα εξεγερμένων εντυπώσεων, μια αποθησαύριση «μικροαφηγήσεων» που κρατούν αποστάσεις από την όποια τυπολογία, θερμοκρασία ατμόσφαιρας, κινητικότητας ή ροής της καλοφτιαφμένης ίντριγκας. Και είναι πραγματικά παράδοξο το γεγονός ότι, ενώ ο Goldoni, πρωτοστάτησε στους προμαχώνες δημιουργίας ενός ακραιφνούς και τεχνικά άρτιου θεατρικού λόγου στο ιταλικό θέατρο, καθώς και μιας συνεκτικής υποκριτικής τεχνικής στον αντίποδα του αυτοσχεδιαστικού παροξυσμού της commedia dell’arte, το κείμενό του υποβιβάζεται σε ένα μοναχικό απαγγελτικό εργαλείο, η ικμάδα της πλοκής του σε μια κατατονική ερμηνευτική πραγματεία, η ανθρωπογεωγραφία του σε λείψανα μιας συνολικότερης θνησιμαίας θεώρησης του χυμώδους κόσμου και της διαχρονικά σαγηνευτικής αύρας της βενετσιάνικης ζωής του 18ου αιώνα. Ακόμη, όμως, πιο παράδοξο φαντάζει το γεγονός ότι, ενώ ο Ιταλός μάστορας του θεάτρου κατήργησε τη μάσκα, επενδύοντας όχι σε έναν αβασάνιστο ρεαλισμό αλλά σε μια λεπτουργική χαρτογράφηση της ηθικής των προσώπων, επιβάλλονται στους ήρωές του προσωπεία που δεν είναι άλλα από τους ίδιους τους νωχελικά αποστασιοποιημένους ρόλους.
Σε αυτή τη μελαγχολικά γοτθική εκδοχή του γκολντονικού έργου με τα αλλόκοτα, όσο και ετερόκλητα, πορτραίτα τύπων που αποδεικνύονται, εν τέλει, πιο υπερφυσικά και αισθητικά φλύαρα από την αποστολή που καλούνται να φέρουν σε πέρας, η -με βαθιά επίγνωση της εποχής και της δραματουργικής φυσιογνωμίας του συγγραφέα- μετάφραση (Ειρήνη Μουντράκη) και η μουσική δημιουργία (Πάνος Ηλιόπουλος) που μετατρέπει το μεταμοντέρνο ήχο σε «σκεπτόμενο» υλικό, αποδεικνύονται τα στοιχεία που εμποτίζουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με δημιουργική υγρασία τη σκηνή και τη γενική πρόσληψη από το συγκεκριμένο πόνημα. Οι ερμηνείες, ακολουθώντας κατά πόδας τις πόζες του παρωδιακού στυλ, του ειρωνικού σχολιασμού και των εξογκωμένων σκιαγραφήσεων, συμμορφώνονται ευδοκίμως στη σκηνοθετική γραμμή, με προεξάρχοντες την Εύη Σαουλίδου, στο ρόλο της Καικιλίας, που παραδίδει έναν αριστοτεχνικό μονόλογο (13η σκηνή) με πολλαπλές πτυχώσεις εκφραστικής, και τον Ντένη Μακρή, στον ρόλο του Αντζολέττο, που επιτυγχάνει να δυναμιτίσει και εκφάνσεις πηγαία κωμικές, που αποκρυσταλλώνουν μια πιο εσωτερικά δονούμενη παρουσία, πέρα και πάνω από τις όποιες επιβεβλημένες σχηματικότητες.