
Κριτική Θεάτρου | Το γλυκό πουλί της νιότης
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 03/11/2015
Ο Τennessee Williams (1911-1983) γράφει το “Γλυκό πουλί της νιότης” (“Sweet birth of youth”) το 1959 στον απόηχο της αποτυχίας του “Ορφέα στον Άδη” και μέσα στις κλιμακούμενες περιδινήσεις της προσωπικής του ζωής. Το έργο αυτό, που κλείνει τη συνεργασία του με τον Elia Kazan, ολοκληρώνει, κατά κάποιο τρόπο, το “τρίπτυχο των κολασμένων ψυχών”, των έρμαιων του Φόβου, του Χρόνου και των Ψευδαισθήσεων, των αντιηρώων του, Sebastian από το “Suddenly last summer”, του Val Xavier του “Orpheus Descending” και εδώ της Αlexandra Del Lago και του Chance Wayne.
Ανήμερα Πάσχα η Αlexandra Del Lago, διάσημη ηθοποιός και πλέον στην παρακμή της καριέρας της, βρίσκεται στο Saint Cloud, τη γενέτειρα του νεαρού ζιγκολό της Chance Wayne, που τη συνοδεύει, μια θλιβερή κωμόπολη του αμερικάνικου Νότου όπου επικρατεί η διαφθορά, ο ρατσισμός και ο νόμος της τυφλής βίας. Εκείνη προσπαθεί να ξεχάσει την απώλεια της νιότης και της λάμψης της μέσα στις ψευδαισθήσεις των ναρκωτικών και του αλκοόλ. Εκείνος επιχειρεί, σε μια ύστατη προσπάθεια, να ανασυστήσει το παρελθόν του και να επανενωθεί με τον παιδικό του έρωτα που πλήγωσε ανεπανόρθωτα φεύγοντας για να κυνηγήσει το άπιαστο όνειρο της επιτυχίας και της δόξας. Στη σύντομη παραμονή τους θα συνειδητοποιήσουν την καταλυτική παρουσία του αμείλικτου εχθρού, του Χρόνου, που κατασπαράζει την ομορφιά της νεότητας, τα όνειρα και τις προσδοκίες τους και που τους φέρνει εγγύτερα στη ματαιότητα της ζωής τους, στην πικρή αλήθεια τους, στην τελική πτώση τους.
Μέσα σε μια ζοφερή ατμόσφαιρα ρατσιστικού παροξυσμού, επαπειλούμενων και διαδοχικά εκτελεσμένων πράξεων, κυριολεκτικού ή μεταφορικού, ευνουχισμού, θεοποίησης του χρήματος, μισαλλοδοξίας και εκδίκησης, κι όλα αυτά μέσα στο γοητευτικό περιτύλιγμα της αμερικάνικης ποπ κουλτούρας των 60’s, ο Williams καταφέρνει για μια ακόμη φορά να δημιουργήσει έναν αξεπέραστο ποιητικό ρεαλισμό. Με ζωντανούς συμβολισμούς, καταγγελτικές αιχμές για τις κοινωνίες των ισχυρών και του μίσους, βάζει για μια ακόμη φορά στο επίκεντρο της ποίησής του τις βασανισμένες υπάρξεις που παλεύουν μέσα στα κύματα του αδυσώπητου Χρόνου και έρχονται, τελικά, αντιμέτωπες με την εγγενή αποτυχία τους, το μαρασμό τους, τις διαψεύσεις τους, με την ταπεινωτική αναχώρηση.
Έτσι, η Αlexandra del Lago, η άλλοτε διάσημη Πριγκίπισσα Κοσμονόπολις του σινεμά, δε θα έχει να δρέψει παρά ελάχιστα πλέον ψήγματα από τη δόξα του παρελθόντος ενώ ο Chance, που η Τύχη του χάρισε απλόχερα ομορφιά και σαγήνη θα πληρώσει με το ίδιο τίμημα τη σωματική και ψυχική καταστροφή που προκάλεσε στην πάλαι ποτέ αγαπημένη του, Ηeavenly, ένα έγκλημα ενάντια στο σύμβολο της ουράνιας αγνότητας και της αθωότητας. Οι δύο νέοι δε θα βρουν ποτέ καταφύγιο στην ολοκλήρωση και την ένωση, όσο η κοινωνία, με τα σκληρά πατριαρχικά της στερεότυπα, υπονομεύει τον έρωτα, αντιμάχεται τη δύναμη των αισθήσεων, υποτάσσει τις παρορμήσεις της ζωής, καταστρέφει εν τέλει την ίδια τη ζωή. Για τον Chance και την αγαπημένη του, τη σκοτεινή εκδοχή του μύθου του Αβελάρδου και της Ελοΐζας, δε θα υπάρξει ελπίδα κι απαντοχή, δε θα έλθει η Ανάσταση αλλά η Κόλαση, καταλαμβάνοντας μια θέση στο πάνθεον των αντιηρώων που, ίσως κάπου, όλοι αναγνωρίζουμε μέσα μας ή και παντού γύρω μας.
Η παράσταση στο θέατρο Άλμα, σε σκηνοθεσία της κας Αναστασίας Ρεβή, πιο κοντά στη συμπτυγμένη εκδοχή που δημοσιεύτηκε στο Dramatists Play Service το 1962, με τη μία σκηνή στη β΄πράξη και απαλλαγμένη από πολλά πρόσωπα του πρωτότυπου, θα ήταν φυσικό κι επόμενο να είναι πιο παρατηρητική και εστιάζουσα, να μεταδίδει το ρίγος και τις δονήσεις που εκλύει το εσωτερικό δράμα των κεντρικών προσώπων στην αργή και βασανιστική πορεία τους στην αυτοσυνειδησία για τη φθαρτότητά τους, για την ατελέσφορη ύπαρξή τους όντας μέσα σε ένα κόσμο που έχει ήδη προδιαγράψει την καταδίκη τους. Η αίσθηση είναι πως όλα είναι ενταγμένα στην υπηρεσία της ατμόσφαιρας. Ακόμα και οι χαρακτηριστικοί σκηνοθετικοί συμβολισμοί όπως για παράδειγμα το λευκό μπαλόνι της Heavenly, αποτύπωση της επισφαλούς αγνότητάς της, οι κηρυγματικές γκροτέσκ παντομίμες του Τομ, ως δείγμα της χειραγώγησης των κοινωνιών και της αλαζονείας της διεφθαρμένης εξουσίας, είναι περισσότερο γραφικά σχήματα παρά σύμβολα που παραπέμπουν σε μια ανατομική αποτύπωση του δράματος και την υπαρξιακή, οικουμενικών διαστάσεων, αγωνία του συγγραφέα. Επιπλέον, οι ακαριαίες εναλλαγές από τον ωμό ρεαλισμό, το σαρκαστικό χιούμορ, τη γλώσσα της πιάτσας, στην ποίηση των μονολόγων δε σηματοδοτούν την έξοδο προς κάποια άλλη διάσταση, δίχως μάλιστα και τους απαραίτητους διακριτούς φωτισμούς, σύμφωνα με τις λεπτομερείς οδηγίες του συγγραφέα, που προσδίδουν ενάργεια και βάθος στις προσωπικές εξομολογήσεις. Έτσι οι απευθύνσεις γίνονται σε κάποιο αόρατο τέταρτο τοίχο ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για κατακόρυφες καταδύσεις στα έγκατα της ψυχής.
Η μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη εμμένει στην ανάγκη να μη στερήσει από το λόγο τους ποιητικούς χυμούς του, ωστόσο, δημιουργεί ευδιάκριτα κοντράστ με το σχεδόν κινηματογραφικό, ρεαλιστικό χαρακτήρα μεγάλου μέρους των διαλόγων. Προφανώς η ποίηση του Williams είναι φωλιασμένη μέσα στις λέξεις, την αύρα των εικόνων, τις αναπνοές του λόγου και τις μεταφυσικές σιωπές που αυτός αναδύει, περισσότερο από όσο μέσα στις όποιες καλλιεπείς ποιητικότροπες αποδόσεις.
Η σκηνική δημιουργία της κας Μ. Βαζαίου δε δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα συμβολικών σηματοδοτήσεων για τη ψυχοδιανοητική κατάσταση των πρωταγωνιστών πέρα από την εξυπηρέτηση του κλίματος της εποχής, εκτός αν το παγερό λευκό του φόντου θα μπορούσε να μεταφραστεί ως “η πνιγηρή ατμόσφαιρα του παγωμένου φεγγαριού” της Alexandra del Lago, καθώς και το ελικοειδές διαχωριστικό ως οι δαίδαλοι των ψευδαισθήσεων και των παραισθήσεων.
Τα δε κοστούμια αναδίδουν το άρωμα της εποχής ενώ οι δημιουργίες της Λουκίας, ειδικά για την Alexandra del Lago-κα Μαραγκού, αποπνέουν χαρακτηριστικά τη “σκοτεινή λάμψη” της, σε υπαρξιακό αδιέξοδο, σταρ.
Η από ετών θητεία της κας Κατερίνας Μαραγκού στην αμερικάνικη δραματουργία αποδεικνύεται καταφανώς και σε αυτή την αναμέτρησή της με την Alexandra del Lago. Χωρίς ίχνος αμηχανίας, με απόλυτο έλεγχο του ρυθμού του λόγου, με τις μεστές αναπνοές και παύσεις που τον φορτίζουν με ψυχική ενέργεια, και το σπουδαιότερο, με απόλυτη αίσθηση των επιπέδων και κλιμακώσεων του, από τον ωμό ρεαλισμό στις λεπτές πτυχώσεις των συναισθημάτων, καταθέτει μια αξιόλογη ερμηνεία παρά το γεγονός ότι κάποια ιδιοσυγκρασιακά της στεγανά έρχονται ενίοτε σε σύγκρουση με το συγκεκριμένο χαρακτήρα. Στην πορεία, ωστόσο, ανακτά τα ηνία του ρόλου και καταφέρνει να τον κάνει δικό της.
Ο κ. Όμηρος Πουλάκης, ως Chance Wayne, αποδίδει καθαρά την πορεία σε τεντωμένο σκοινί μέσα στα ασφυκτικά όρια του χρόνου. Με φωνή αμήχανη, ενίοτε διαλείπουσα και τρεμάμενη, αναφορά στις καταχρήσεις αλλά και στην επιτεινόμενη αγωνία του να κλείσει τους λογαριασμούς με το οδυνηρό παρελθόν, γίνεται ένα ζωντανό υποζύγιο στη σχεδόν μεταφυσική αντίστροφη μέτρηση, που ολοκληρώνεται με τη συντριβή του στην τελική σκηνή.
Η Heavenly της κας Αγγελικής Μητροπούλου ενδύεται επιτυχώς το πληγωμένο σύμβολο της αγνότητας, ένα πρόσωπο σε διάσταση με την πραγματικότητα αλλά και ανήμπορο να αναζητήσει μια άλλη, ένα πλάσμα χαμένο κάπου ανάμεσα στη φαντασία και στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, μια προσωποποίηση της επικυριαρχίας της βίας πάνω στην ευαισθησία και την αθωότητα.
Ο Tom Finley του κου Νικόλα Παπαδομιχελάκη αποτυπώνει με εύστοχο και πολυσχιδή εκφραστικά τρόπο τον κυνισμό, την ποταπότητα και τη γελοιότητα του συστήματος που κινεί τα νήματα της εξουσίας ενώ ο κ. Αργύρης Γκαγκάνης δίνει με ένα έντονο, κατηγορηματικό και κηρυγματικού χαρακτήρα, πλην όμως μονοδιάστατο τρόπο, τη φιγούρα της πατερναλιστικής κοινωνίας που καταβροχθίζει κάθε ίχνος αποθέματος ζωής, ελεύθερης σκέψης, συναισθημάτων, αξιών.
Ο κος Λευτέρης Βασιλάκης, ως Dr. George Scudder, αποδίδει με ακρίβεια το μακρύ χέρι της εξουσίας, σύμβολο της εκκαθάρισης των ζωτικών οργάνων της ανθρώπινης ύπαρξης και της εγκάθετης, βολεμένης πλευράς του συστήματος, που κρύβεται πίσω από τα προσχήματα της έντιμης και συνετής επιστημοσύνης.
Τέλος, η θεία Νonnie της κας Βέφη Ρέδη “σκιαγραφεί” λίγο αμήχανα τη συμβιβασμένη όψη της κοινωνίας, που αντιπαρέρχεται τις όποιες καλές προθέσεις της για να υποταχθεί, τελικά, στη σκληρή πραγματικότητα.