Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 09/01/2015

H άσκηση εξουσίας ως εργαλείο οικονομικής ισχύος, μέσα στα πλαίσια του πιο στυγνού καπιταλισμού, όταν παρεισφρύει στις διαπροσωπικές σχέσεις, και δη στις ερωτικές, καταλήγει σε προσωπική τραγωδία.

Η Πέτρα φον Καντ διάσημη και πλούσια ιδιοκτήτρια οίκου μόδας πάτησε επί πτωμάτων για να ανελιχθεί κοινωνικά και οικονομικά. Παρόλα αυτά, η ζωή της είναι κενή. Οι σχέσεις της με τους άλλους αποχρωματισμένη, χωρίς αισθήματα. Μόνη της συντροφιά η βοηθός της Μαρλέν, η οποία έχει αποδεχθεί αυτοβούλως το ρόλο ενός βωβού κι υποτελούς προσώπου.

Μάνα, κόρη και περίγυρος ζούνε στο παράλληλο σύμπαν του υδροκέφαλου εγωκεντρισμού και των παρασιτικών σχέσεων. Μέσα στο κλειστοφοβικό διαμέρισμά της, η Πέτρα φον Καντ θα επιδιώξει να ξορκίσει τη μοναξιά της μέσα από τον έρωτά της, με χαρακτηριστικά ιδιοκτησίας, για τη νεαρή αριβίστρια Κάριν. Άλλωστε αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο έμαθε να χειρίζεται τους άλλους: την ιδιοκτησία, την κατοχή. Μόνο που αυτή τη φορά οι ρόλοι θα αντιστραφούν επικίνδυνα, και η Πέτρα θα αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να κατέχει κανέναν και τίποτα.

Βαθειά πολιτικό το έργο του Rainer Werner Fassbinder (1945-1982) του αιρετικού παιδιού του γερμανικού σινεμά, που στη σύντομη διαδρομή του από τη ζωή και την τέχνη, υπήρξε από τους πλέον παραγωγικούς σκηνοθέτες με έναν λόγο αιχμηρό, κριτικό και τραγικά αποκαλυπτικό.

Η παράσταση της κας Μπρούσκου έδωσε έμφαση στο πολιτικό milieu προκειμένου να καταστήσει σαφές το σχόλιο του συγγραφέα πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις εξουσίας που γεννά ο καπιταλισμός. Αυτό δεν αποστέρησε, ωστόσο, την αποτύπωση της σχεδόν τρομακτικής -αν και φανταιζί- ατμόσφαιρας του διαμερίσματος της ηρωίδας όπου συντελείται βήμα-βήμα η αυτοκαταστροφή της.

Η ερμηνεία της κας Καραμπέτη, ως Πέτρα φον Καντ, πραγματικό κέντημα λόγου-αισθημάτων, με αποχρώσεις, μεταπτώσεις και αποκορυφώσεις στη σωστή ένταση και τo σωστό timing, είχε αρμονία και βάθος. Ο θεατής προσλαμβάνει προοδευτικά την πορεία προς την την τελική συντριβή της ηρωΐδας, χωρίς τίποτα να μοιάζει υπερβολικό ή παράταιρο.

Η κα Σκαφιδά (Κάριν) απέδωσε με πολύ ευέλικτο τρόπο το στοιχείο της ατιθάσευτης νεανικής ψυχής, που υφέρπει καθόλη τη διάρκεια του έργου και στραγγαλίζει την κεντρική ηρωίδα. Αυτό ήταν, τελικά, το στοίχημα της ερμηνείας της.

Ο ρόλος της Μαρλέν, αν και βουβός, είναι κατά βάθος πολύ ομιλητικός καθώς ενσαρκώνει το πολιτικό μήνυμα του Fassbinder και μάλιστα στην πιο ακραία του μορφή. Η κα Μπουζούρη έδωσε μια χαρακτηριστική απεικόνιση του προσώπου αν και κινδύνεψε σε σημεία να γίνει καρικατούρα.

Η κα Μπρούσκου απέδωσε με γοτθικό τρόπο την ιεροεξεταστική της παρουσία ενώ η κα Διαλυνά, ως μάνα, ειδικά στη σκηνή που εξανίσταται για την “περίεργη” σχέση της κόρης της, μετέφερε με ακρίβεια την ηθική διάβρωση και υποκρισία. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε στο ρόλο της κόρης και η κα Αγγελοπούλου.

Τα σκηνικά του κου Λίτινα με την ασφυκτική παρουσία της γκαρνταρόμπας κατά μήκος της σκηνής, όπου όλα συντελούνται ενώπιον ευφάνταστων κοστουμιών, εύστοχες σημειολογικές υποδηλώσεις, παρέπεμπαν, με πινελιές, στη γνώριμη αισθητική της pop art των 70’s, συνυφασμένη με την εποχή της δημιουργίας του Fassbinder.

Τέλος, η μουσική σύνθεση (Νalyssa Green) κατάφερε να φωτογραφίσει ηχητικά την αποστειρωμένη από συναισθήματα ατμόσφαιρα.