Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Σμύρνη μου αγαπημένη

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 27/10/2015

Το “Σμύρνη μου αγαπημένη” της κας Μιμής Ντενίση είναι ένα πολύ καλογραμμένο θεατρικό έργο. Αναφέρεται σε μια εξόχως πονεμένη σελίδα της ιστορίας του Eλληνισμού που την πραγματεύεται με την ευαισθησία εκείνη που δεν παραπέμπει στο μελό και την ωμή δραματοποίηση αλλά κρατά τις ανάλογες αποστάσεις προκειμένου να αποδώσει με καθαρότητα και αντικειμενικότητα καταστάσεις και γεγονότα.

Το έργο, μέσα από μια ηθογραφική ματιά, φωτίζει την κοινωνική, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και ακροθιγώς την πνευματική ζωή της Σμύρνης. Οι ήρωες παρουσιάζονται ανάγλυφοι, χωρίς να γίνονται υπερβολικοί, και ακολουθούν βήμα-βήμα την εξέλιξη των γεγονότων. Έτσι αποκαλύπτεται στα μάτια του θεατή τόσο το, σπάνιου μεγαλείου, ανθρώπινο πρόσωπό τους όσο και το αξιακό οπλοστάσιό τους, που διατήρησαν ανέπαφο μέχρις εσχάτων.

Στο τέλος, το όλο εγχείρημα φαντάζει σα μια καθαρτική συμφιλίωση με την ιστορία, με τους γνωστούς και άγνωστους πρωταγωνιστές της, με τις σκοτεινές πτυχές των γεγονότων και τις απωθημένες ενοχές για λάθη και παραλείψεις που οδήγησαν σε αυτή την οδυνηρή ήττα τον Ελληνισμό.

Σε επίπεδο τεχνικής της γραφής, η κα Ντενίση επιχειρεί να παραθέσει όσο το δυνατόν περισσότερα δεδομένα που ανασυνθέτουν τη ζωή της Σμύρνης, από χαρακτηριστικές ντοπιολαλιές, περιγραφές και τοπωνύμια, μέχρι και λεπτομερείς μνείες σε ήθη, έθιμα και παραδόσεις, ώστε ο θεατής να “οσφρηστεί” πληρέστερα τη συνολική ατμόσφαιρα. Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι, ενώ μέλημα της συγγραφέως είναι η αντικειμενικότητα και όχι μια συγκινησιακή φόρτιση, που δεν θα ήταν ο καλύτερος σύμβουλος της ιστορικής αλήθειας, τελικά επιτυγχάνονται και τα δύο. Και παρά τη μεγάλη διάρκεια, το έργο δεν καταλήγει στον βερμπαλισμό, δεν πλατειάζει και το σημαντικότερο, δεν κουράζει. Αντίθετα, η πυκνή δραματουργική υφή αντισταθμίζεται από καλή ροή, νομοτελειακά δομημένη, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού μέχρι το τέλος.

Η κα Μιμή Ντενίση, ως Φιλιώ, αποδίδει με αυθεντικότητα και χαρακτηριστική άνεση τη μεγαλοαστή Σμυρνιά, που παραπέμπει σε ένα κράμα κοσμοπολιτισμού, ανθρωπιάς και ακλόνητης πίστης στις διαχρονικές αξίες της ρωμηοσύνης. 

Ο κ. Τ. Νούσιας ενσαρκώνει με πολύ ευαισθησία τον πιο ενδιαφέροντα ρόλο του έργου, τον τούρκου Χαλίλ, που τρέφει τρυφερά αισθήματα για τη Φιλιώ αλλά αναγκάζεται να ενταχθεί στο κίνημα των νεότουρκων ως μια μοναδική ευκαιρία να αλλάξει κοινωνικό στρατόπεδο και να αποκαταστήσει τον πληγωμένο εγωισμό του. Οι διαρκείς εσωτερικές συγκρούσεις του καταδεικνύουν ότι τα συναισθήματα, απαλλαγμένα από σκοπιμότητες, έχουν τελικά τη δική τους αυθυπαρξία και δυναμική.

Ο κ. Τ. Χαλκιάς, ως σύζυγος της Φιλιώς, σκιαγραφεί με γλαφυρό τρόπο το φιλόδοξο, εργατικό και γαλαντόμο μικρασιάτη επιχειρηματία ομοίως και ο κ. Κ. Κατσούλης, ως αδελφός του.

Ο κ. Δ. Μητρούσης ως τούρκος υπηρέτης του σπιτιού, έδωσε μια ακόμα χροιά αυθεντικότητας, χιούμορ και ευγενών συναισθημάτων, ειδικά με το τραγικό τέλος του, που παραπέμπει στον τσεχωφικό Φυρς του “Βυσσινόκηπου”.

Με ένα μοναδικό ταμπεραμέντο και ένα ανεξάντλητο, πλην όμως ραφινάτο, κωμικό ένστικτο ο κ. Κ. Βουτσάς δίνει έναν απολαυστικό παππού της οικογένειας και δικαίως καταχειροκροτείται από το κοινό.

Η κα Αλεξανιάν, ως Αρμένισσα, κλιμακώνει με επιδεξιότητα τα αντικρουόμενα συναισθήματά της από την αισιοδοξία ως την τελική διάψευση των ελπίδων της. 

Ο κ. Δ. Μακαλιάς δίνει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία, ως γιος της οικογένειας. Από μαθητής, ερωτευμένος νέος μέχρι καταπονημένος στρατιώτης και πρόσφυγας ακολουθεί μια γραμμική υποκριτική με συνέπεια και εσωτερική ωρίμανση χωρίς κενά και υπερβολές.

Αξιοπρεπής παρουσία η κα Μ. Εγγλεζάκη, ως κόρη, με πιο δυνατή σκηνή της όταν εμφανίζεται ντυμένη νύφη.

Με χάρη αλλά λίγο υπερβολικά ενζενίστικη η απόδοση της ψυχοκόρης από την κα Κ. Γερονικολού ενώ εντός κλίματος ρόλου και η Ν. Αντωνιάδη, ως σύνυμφος της Φιλιώς, με την επιτυχημένη ψυχολογική μεταστροφή της τη στιγμή που εγκαταλείπει τη Σμύρνη.

Τα σκηνικά του κ. Πάτσα, συνδιασμός ψηφιακής τεχνολογίας και αντικειμένων, μεταμορφώνουν, ουσιαστικά και χωρίς υπερβολές, τη σκηνή του Θεάτρου του “Ελληνικού Κόσμου” σε ένα μεγαλοπρεπές αρχοντικό της Σμύρνης ενώ στο β’ μέρος οπτικοποιούν με δραματικό τρόπο την πυρπόληση της πόλης και την όλη ατμόσφαιρα της βιαιότητας και καταστροφής.

Αρκετά περιγραφικοί και οι φωτισμοί του κ. Αναστασίου ενώ η παρουσία του κ. Μπ. Τσέρτου ζωντανεύει ηχητικά τις μνήμες της εποχής, αν και το ερμηνευτικό του ιδίωμα αφορά μάλλον μεταγενέστερες, πιο επεξεργασμένες μορφές απόδοσης των σμυρναίϊκων τραγουδιών. Πιο αυθεντική η απόδοση των μουσικών μερών από την Εστουδιαντίνα.

Τέλος, στο foyer του θεάτρου “Ελληνικός Κόσμος” φιλοξενείται μια ενδιαφέρουσα έκθεση για τη Σμύρνη με πλούσιο διαφωτιστικό φωτογραφικό -και όχι μόνο- υλικό.