
Κριτική Θεάτρου | Ο χορός του θανάτου
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 02/12/2015
Ο “Χορός του θανάτου” ανήκει στα μυστικιστικά δράματα, την τρίτη συγγραφική περίοδο του August Strindberg (1849-1912), μετά τα ιστορικά δράματα και τα νατουραλιστικά έργα του και πριν την τελευταία φάση που θα τον καταστήσει προάγγελο του εξπρεσιονισμού. Ουσιαστικά εδώ ο Strindberg βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, όπου ενσωματώνει τις παρακαταθήκες του παρελθόντος προδιαγράφοντας παράλληλα και τις αισθητικές αναφορές του νέου δράματος που ευαγγελίζεται. Αξιοποιεί τις πλούσιες εμπειρίες που αποκόμισε στη δεύτερη επίσκεψη στο Παρίσι και κυρίως τις επαφές με τους ψυχοθεραπευτές Jean-Martin Charcot και Hippolyte Bernheim, καθώς και το προσωπικό του δράμα από την ταραγμένη διετία 1896-1897, που θα περιγράψει εύγλωττα στο Inferno. Έχοντας πλέον προσχωρήσει στον καθολικισμό, αυτή η περίοδος γραφής του χαρακτηρίζεται από την απόπειρα διάρρηξης του “λογικού”, τη νέα θεώρηση του προορισμού και τη διατύπωση νέων υπαρξιακών εναγώνιων ερωτημάτων.
Συχνά γίνεται αναφορά για το σκοτεινό χαρακτήρα του “Xορού του θανάτου”. Η κλειστοφοβική συνύπαρξη του παράξενου ζεύγους, της Άλις και του Έντγκαρ, η καταλυτική παρουσία του θανάτου, ως επερχόμενη κατάσταση ή προανάκρουσμα, μέσω επαναλαμβανόμενων κρίσεων καταληψίας, το αδυσώπητο λεκτικό bras-de-fer, ο απελπισμένος διφορούμενος ρόλος του επισκέπτη εξάδελφου, όλα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον “ιεροτελεστικού” αλληλοσπαραγμού. Αλλά αυτός ο θάνατος που ελλοχεύει σε κάθε γωνιά στου στοιχειωμένου πύργου τι είναι εν τέλει; Kαταστροφή ή λύτρωση; Σκοτάδι ή φως; Eκδίκηση ή αγάπη;
Το δίχως άλλο, αυτό το δράμα του Στρίντμπεργκ ξεχειλίζει συμπόνια και οίκτο για τον άνθρωπο, μαζί με μια δόση πικρής ειρωνείας και σαρκασμό. Για τον άνθρωπο που είναι εγκλωβισμένος σε έναν κόσμο εχθρικό, καταδικασμένος να επαναλαμβάνεται, να ζει έναν βίο αβίωτο, να χάνεται ανάμεσα σε αυτό που εκείνος νοεί ως αγάπη και το μίσος και την εκδίκηση, να επιζητά με δίψα τον έρωτα ως τεκμήριο ζωής, να κατασκευάζει ρόλους και διαφυγές-αποκυήματα της φαντασίας για μια ουτοπική μετάσταση αλλού, στο επέκεινα. Για τον άνθρωπο που αγωνίζεται να ξεφύγει από την εγκόσμια φυλακή του που τον έχει μετατρέψει σε έρμαιο, σε ένα πλάσμα αποκρουστικό χωρίς ίχνος από καθετί υψηλό και ευγενικό που του κληροδότησε ο Δημιουργός του.
Έτσι, η Άλις και ο Έντγκαρ δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ζουν το μαρτύριό τους, αναγνωρίζοντας ο καθένας μέσα από τα μάτια του άλλου το φριχτό πρόσωπό τους, ένας καθρεπτισμός της ταπεινής και ασήμαντης ύπαρξής τους, μια αντανάκλαση της εξαχρειωμένης φύσης τους, των τερατωδών αισθημάτων τους. Μια σκηνική παραβολή της συνέχειας του Προπατορικού Αμαρτήματος που διαδραματίζεται καθοδόν προς την Κόλαση, ένα καλοστημένο παιχνίδι με κρυμμένα χαρτιά και παγίδες, μια διαρκής διαδικασία αλληλοεξόντωσης και, όπως ακριβώς η πάλαι ποτέ θεατρίνα Άλις επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια λόγια επί σκηνής, μια ακόμη ακόμη θλιβερή επανάληψη ενός έργου ανάμεσα σε εκείνη και τον περήφανο λοχαγό της. Ένας κατ’ευφημισμόν στρατιωτικός που μάχεται όχι με αντικειμενικούς εχθρούς αλλά με τον εαυτό του και το ίδιο το σύμπαν. Ένας στρατιώτης χωρίς δύναμη και πεδίο μάχης, πλήρως αφοπλισμένος και αφημένος στη λήθη του χρόνου. Η απόλυτη απομυθοποίηση, αν όχι γελοιοποίηση, του ό,τι εκπροσωπεί την έννοια της ανθρώπινης ισχύος ή της εξουσίας.
Μέσα σε αυτό το βιτριολικό περιβάλλον η έλευση του Κουρτ δεν είναι παρά η απέλπιδα προσπάθεια να επικρατήσει η αρετή και η αγνότητα. Σε λίγο και αυτή ακόμα θα υποκύψει στα κατώτερα ένστικτα, στις χαμερπείς αναζητήσεις, στη δύναμη του κακού. Ως εκ τούτου, ο θάνατος φαντάζει σαν Κάθαρση και μοναδική αχτίδα φωτός για το λυτρωμό του ανθρώπου από το υπαρξιακό του δράμα και από τον εγκλεισμό του σε έναν κόσμο που τον συνθλίβει. Μπροστά στην εξαντλητική επανάληψη των δηλητηριωδών ρόλων αντιπαρατίθεται η αποκλειστικότητα του μοιραίου και του τετελεσμένου, η εκτόνωση της νοσηρής έντασης μέσα στην ειρηνευτική αύρα της σιωπής κι ενός επανακαθορισμένου και εξαγνισμένου κόσμου.
Η παράσταση στο θέατρο “Εμπορικόν” σε αμοιβαία σκηνοθεσία Ελένης Σκότη και Δημήτρη Καταλειφού, διαδραματίζεται σε ένα σκηνικό χώρο (κα Μικαέλα Λιακατά) με τις κατάλληλες αφαιρέσεις, που επιτρέπουν την εστίαση στα πρόσωπα και στο συγκρουσιακό status της σχέσης τους, και που δημιουργεί αμυδρές ρωγμές στην ενότητα χώρου και χρόνου ως πρόγευση του παραλόγου. Οι δε φωτιστικές δημιουργίες (κα Κατερίνα Μαραγκουδάκη) εμποτίζουν την ατμόσφαιρα με σκοτεινές σκιές και υποβλητικά χρώματα δημιουργώντας ένα μυστηριακό περιβάλλον τελετουργικής αντιπαράθεσης υπό το κράτος μιας ανατριχιαστικά επαπειλούμενης έλευσης του μοιραίου, κάτι που υποσημειώνει χαρακτηριστικά και η μουσική υπόκρουση (κ. Σταύρος Γασπαράτος).
Η σκηνοθεσία ακολουθεί τη διαδικασία της σταδιακής κλιμάκωσης των εντάσεων παραθέτοντας το δίπολο της άκαμπτης φλεγματικής, πλην όμως απρόβλεπτης φυσιογνωμίας του Έντγκαρ και της νευρωτικής και υπερκινητικής, και λόγω της ιδιότητάς της, ως ηθοποιού, Άλις καθώς και την καταλυτική παρουσία του Κουρτ ως κάτοπτρο ενώπιον μιας σκοτεινής τραγωδίας. Μάλιστα μέσα στη ζοφερή ατμόσφαιρα των συγκρούσεων και των συνωμοσιών δεν λείπουν και κάποιες διακριτικές εκλάμψεις μαύρου χιούμορ ως συρρικνωτική δύναμη και απομυθοποίηση των ανθρώπινων μεγεθών.
Ο Έντγκαρ του κου Καταλειφού, είναι ένα “υβριδικό” πλάσμα, εξόφθαλμα γήινο αλλά και σχεδόν μεταφυσικό, κάτι μεταξύ ανθρώπου και τρολ, μια φιγούρα διχασμένη, “ανυπόφορα σαρκική” αλλά και με αύρα υπερκόσμια. Με ρυθμούς λόγου συχνά διαλείποντες, ανάγλυφες σιωπές, παγωμένες εκφράσεις και ένα κινησιολογικό κώδικα με ευθεία αναφορά στην περιρρέουσα ακινησία των πραγμάτων καταθέτει μια αξιέπαινη ερμηνεία σε αυτόν το σπουδαίο ρόλο.
Η κα Φιλαρέτη Κομνηνού, ως Άλις, αποδίδει εξαιρετικά τις νευρώσεις της ακρωτηριασμένης καλλιτεχνικής φύσης που μετατρέπει με την πληθωρικότητά της τον οίκο της σε προσωπική σκηνή-πεδίο δράσης της, όπου απεργάζεται και ερμηνεύει τους εκάστοτε ρόλους της. Ωστόσο, από την ερμηνεία λείπει μια οπίσθια φωτιζόμενη όψη που να αποτυπώνει εναργέστερα τον υπαρξιακό ζόφο. Η προσήλωση στη νατουραλιστική απεικόνιση των αρρωστημένων εμμονών και ο υπερτονισμένος κινησιολογικός κώδικας αφήνουν μια αίσθηση ατελούς αποκωδικοποίησης της υπολανθάνουσας μεταφυσικής σηματοδότησης του ρόλου.
Ο κ. Βασίλης Μπισμπίκης, ως Κουρτ, ερμηνεύει με διάφανη απλότητα και εκλεπτυσμένη αμηχανία την ενσάρκωση της αρετής που εισβάλλει στο άντρο του μίσους και της ακολασίας, μια tabula rasa που σταδιακά μετατρέπεται σε ένα ναρκοθετημένο πεδίο από τις αμαρτίες και τα ασίγαστα πάθη του δαιμονικού ζεύγους που επιχειρεί να τον υποτάξει. Και ίσως τελικά η αποστροφή του σε ό, τι διαδραματίζεται μέσα στους γκρίζους τοίχους του πνιγηρού οίκου του Έντγκαρ και της Άλις, κρύβει και τη μύχια αισιοδοξία του Strindberg για τη διάσωση του Καλού μέσα στην παράνοια αυτού του κόσμου.