
Κριτική Θεάτρου | Οιδίπους ( Ρόμπερτ Ουίλσον)
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 21/10/2019
Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη για τη θεατρική παράσταση “Οιδίπους” σε σκηνοθεσία Robert Wilson (Αρχαίο Θεάτρο Επιδαύρου, 2019).
Η σκηνική σύνθεση «Οιδίπους» του Αμερικανού δημιουργού Ρόμπερτ Ουίλσον, που παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, μετεωρίστηκε ανάμεσα σε μια υποτονικά εικονοκλαστική διάθεση και την αδυναμία να θέσει μια μεστή διερώτηση για την οικουμενικότητα της αρχετυπικής μορφής του «Οιδίποδα».
Ο δημιουργός, σταθερά συνεπής στην αποστασιοποίησή του από την τυραννία του Λόγου (κατά την ντεριντιανή αποδόμηση), απέναντι στην οποία αντιπαρέθεσε μια κωδικοποιημένη αφήγηση, επένδυσε εκ νέου στη δυναμική της εικόνας, το ηχητικό τοπίο, τη ρυθμική, την επενέργεια της σιωπής και τη λειτουργία των σωμάτων μέσα στις διαστάσεις του χώρου και σε σχέση με τα φωτιστικά περιβάλλοντα. Η επανασύνδεσή του με την συμπτωματολογία του αυτισμού, κινούν αίτιον για τη διαμόρφωση του «εικονικού λεξικού» του που αξιοποίησε στις πρώιμες δημιουργίες του της δεκαετίας του ’70 «Ka Mountain Guardenia Terrace» και «A Letter for Queen Victoria» καθορίζοντας το ιδίωμά του, έφερε εκ νέου στο προσκήνιο το στοιχείο της επαναληπτικότητας, ως έκφανσης μιας τελετουργικής διαδικασίας. Ωστόσο, η εξάντληση του μύθου μέσα στις συντεταγμένες της δυτικής εκδοχής του, παρά την απόπειρα να διαγραφεί μια διαλεκτική πολιτισμών στο πεδίο της «όψης» (π.χ. το ιαπωνικό κοστούμι της αφηγήτριας-Λυδίας Κονιόρδου) κατέστησε τη συνολική του επεξεργασία αυχμηρή και αρκούντως γραμμική.
Το όλο εγχείρημα θα μπορούσε να προσλάβει σαφώς πιο ενδιαφέρουσες διαστάσεις εάν κινείτο εγκάρσια προς μια συνάρτηση της μορφής του Οιδίποδα με τον αρχετυπικό μύθο για τη «συμβολική δολοφονία του πατέρα» της φροϋδικής ψυχανάλυσης ή επίσης και σε αποκρυσταλλωμένες διατυπώσεις αναφορικά με παραλλαγές του οιδιπόδειου συμπλέγματος σε άλλους πολιτισμούς (Ganesha complex στον ινδουισμό και Ajase complex στην Ιαπωνία). Επιπλέον, στη γραμμικότητα της σύνθεσης, από την οποία απουσίαζαν η πυκνότητα και η παραγωγική έκπληξη, προστέθηκε η αδυναμία να αφομοιωθεί οργανικά στο χώρο του αρχαίου θεάτρου η ογκώδης σκηνική κατασκευή, αλλά και η επιλογή να υποστηριχθεί ο άλλοτε διαλείπων και άλλοτε παραληρηματικός λόγος με μικρόφωνα, στοιχεία που περιχαράκωσαν υπερβαλλόντως τη δημιουργία στα όρια της αυτοεπιβεβαίωσης της υλικότητας και του τεχνοκρατισμού. Κι ενώ, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χάινερ Μύλλερ, στο θέατρο του Ουίλσον «το κείμενο δεν ερμηνεύεται, αλλά συνιστά εργαλείο […]», η συμβολή, ιδίως, της Λυδίας Κονιόρδου και της Άντζελας Γουίνκλερ στους «προμαχώνες» του λόγου, άνοιξαν μια δίοδο αμεσότερης επικοινωνίας με το μύθο και τις προεκτάσεις του.
Οι μεταμοντέρνες σκηνικές δημιουργίες του Ουίλσον δεν εξαντλούνται μέσα στις αισθητηριακές απολαύσεις, αντιθέτως, συνιστούν το αφετήριο έρμα προκειμένου το κοινό να τις αναγνώσει ξανά και να τις επαναδιατυπώσει μεταστοιχειώνοντάς τες σε διακείμενα. Μια διαδικασία που στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε εν μέρει ατελέσφορη.