Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Ο δρόμος περνά από μέσα

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 08/02/2020

Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη για τη θεατρική παράσταση του έργου “Ο δρόμος περνά από μέσα” του Ιάκωβου Καμπανέλλη (Θέατρο “Μικρό Χορν”).

           Αυτό το έργο του Καμπανέλλη αδυνατεί να σηκώσει στις πλάτες του το βαρύγδουπο, και ίσως κοινότοπο, χαρακτηρισμό «κύκνειο άσμα». Γιατί χωρίς να υπερχειλίζει από προφητικές εσχατολογίες, διδακτισμούς και πομπώδεις παρακαταθήκες, τού αναγνωρίζεται ότι περικλείει εντός του μια νηφάλια, κρυστάλλινη ενορατική διατύπωση, διαρκώς αναγνώσιμη και καίρια, που τρέχει στο διηνεκές και που μόνο ένας συγγραφέας σε απόλυτο συντονισμό με το βηματισμό του ιστορικού βιώματος, ένας ιεροφάντης της τελετουργίας των κοινωνικών μεταμορφώσεων, ένας επιδέξιος ωτακουστής των δονήσεων που προκαλεί η ορμητική κίνηση του χρόνου, που παγιδεύει τους πάντες και τα πάντα στο φάσμα της, μπορεί να εκφράσει. Αυτό το έργο, όμως, πέρα από γλυκόπικρη ελεγεία και αποχαιρετισμό στην εφηβεία της μνήμης, είναι και το μεγάλο αντίο του θεατρανθρώπου στην τέχνη του. Απροκατάληπτα, νοτισμένος ψυχικά και πνευματικά από την οικειότητα και τις εκλεκτικές συγγένειές του με τους μεγάλους δραματουργούς, παραδίδει ένα παλίμψηστο εμπειριών θεατρικής γραφής, μια άρρητη συνομιλία, σχεδόν νευματική, με τις εκδοχές ύφους και τα ζητήματα που έφεραν στο προσκήνιο οι αρχιτέκτονες του νέου θεάτρου από τα τέλη του 19ουαιώνα και μετά.

         Χωρίς τις αγκυλώσεις της παραδοσιακής ηθογραφίας, το έργο «Ο δρόμος περνά από μέσα» απλώνει τη ρίζες του μέσα στα σπλάχνα του ελληνικού αστικού χώρου, στις ακαθοριστίες, τις αμφισημίες, τα διλήμματα και τις ενοχές του, ενώ την ίδια στιγμή εξακτινώνεται συνομιλώντας με όλα τα μήκη και τα πλάτη, τους ερμητικούς ιψενικούς κόσμους, τις τσεχωφικές αποκαθηλώσεις της παλαιάς καθεστηκυίας τάξης, τις μπεκετικές ασυνεννοησίες.   Ένα θρηνητικό άσμα για τη θνητότητα του ζωτικού χώρου, το μετεωρισμό ανάμεσα στη νοσηρή νοσταλγία και την ανυπαρξία σκοπού, μια τραγωδία των αδιέκβατων εναλλακτικών, της ομηρείας στο παρελθόν και της συνθηκολόγησης με ένα σαθρό μέλλον, αυτές τις μορφές προσλαμβάνει το δραματουργικό επιμύθιο του Καμπανέλλη με το οποίο σφραγίζει μια πανοραμική και βαθιά ακτινογραφική διαδρομή στη  μεταπολεμική Ελλάδα.

       Ο Χρήστος Σουγάρης (Θεάτρο “Μικρό Χορν”) πειράζει δραστικά τις κλίμακες και τα μεγέθη, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο τα πρόσωπα και την προβληματική ή αδιέξοδη σχέση τους με την έννοια του χώρου. Το σπίτι-κουκλόσπιτο που ανακαλεί κάτι από τα διοράματα του Louis Daguerre (σκηνογραφία, Ελένη Μανωλοπούλου) δεν κατοικείται, και όταν κάποιος εισέρχεται σε αυτό, μετατρέπεται αυτομάτως σε ειρκτή. Στα διάφορα σχήματα και τις θέσεις που κάθε φορά παίρνει, άλλοτε λάμπει σαν αρχιτεκτονικό μπιζού, άλλοτε μοιάζει με τάφο που φωτίζεται από το χλωμό φως των καντηλιού, άλλοτε απλώνεται σαν πτώμα στο ανατομείο και άλλοτε πάλι θυμίζει το λόφο στον οποίο βυθίζεται η Γουίνι στις «Ευτυχισμένες Μέρες». Αυτό το σπίτι, ιερή οικογενειακή εστία, θυρίδα ανομολόγητων μυστικών και προσωπικών βιωμάτων, αλλά και σύμβολο μιας άφιλης, εθιστικής και ψυχότροπης πατρίδας, δεσπόζει σαν στοιχειό που μετατρέπει τους ανθρώπους  μέσα του, πάνω του και πέριξ αυτού σε ουροβόρους όφεις, σε κατοίκους ενός μη-τόπου.

       Ως εκ τούτου, εύστοχα ο σκηνοθέτης μετέτρεψε διαλόγους σε παράλληλους μονολόγους, δείχνοντας προς την κατεύθυνση της μη επικοινωνισιμότητας των μηνυμάτων του ενός προς τον άλλον (ευθεία αναφορά στο Παράλογο), του ασύμπτωτου μεταξύ πομπού και δέκτη, της, εν προκειμένω, αδιέξοδης σχέσης παλαιού-νέου.  Ο Πέρης Μιχαηλίδης (Ποριώτης), μέσα σε ένα σκηνικό περιβάλλον σημαίνουσας ελλειπτικότητας, απέφυγε στη σκιαγράφησή του πλεονάζοντα υποκριτικά επιχρίσματα, σε αντίθεση με τον Πάρη Θωμόπουλο (Αντωνάκος) που κινήθηκε εγγύτερα, αλλά με προσοχή, σε αναγνωρίσιμες τυπολογίες. Η Ρούλα Πατεράκη (Γλυκερία) ανέδειξε το νευρωτισμό ενός παρελθόντος σε κατάσταση επιθανάτιου ρόγχου, δίνοντας ένα λυρικό και με εσωτερική υγρασία μονόλογο μεταφυσικής πνοής, ενώ ο Αλέξανδρος Βάρθης (Ανδρέας) και η Κωνσταντίνα Κλαψινού (Λίτσα) στάθηκαν δύο εξαίρετοι διακριτοί πόλοι στο παιχνίδι θύματος-θύτη, που συγκεφαλαιώνεται από μια μεγαλύτερη θυματοποίηση και των δύο. Τέλος, η μουσική συνομιλία με το έργο και τα πρόσωπά του δια χειρός Στέφανου Κορκολή συνιστά ένα επιπλέον δρων δραματουργικό εργαλείο που διαποτίζει τη σκηνική ατμόσφαιρα με ερωτήματα και ίχνη συναισθημάτων.