
Κριτική Θεάτρου | Ο γλάρος
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 10/01/2015
Είναι αρκετά μεγάλο το τίμημα να γίνεται ο δημιουργός φορέας μιας εναλλακτικής ανάγνωσης ενός κλασικού έργου καταχωρημένο στη συνείδηση του κοινού ως αριστούργημα και δη με πλουσιότατη παραστασιογραφία. Κι αυτό γιατί κάθε νέα τεχνική για να έχει ανάλογο impact πρωτίστως θα πρέπει να στηρίζεται σε γερά υποκριτικά μεγέθη και όχι τόσο σε πρόθυμους ασκητές μιας θεατρικής πρακτικής, εν προκειμένω της φιλοσοφίας του Τhéâtre de Complicité που μας συστήνει ο κος Κώστας Φιλίππογλου.
Οι βασικές αρχές του συγκεκριμένου θεάτρου δεν απέχουν πολύ από τις τεχνικές του Peter Bruck στο επίπεδο της έκπληξης και του ερεθισμού των αισθήσεων. Για το σκοπό αυτό δημιουργεί μεγενθύνσεις και παρεκβάσεις σε επίπεδο λόγου, μουσικής, φωτισμού και με ευρεία χρήση μεικτών μέσων. Βασική παράμετρος ο κινησιολογικός κώδικας που μεταφράζει σαν δεύτερη γλώσσα και δίνει μια διάσταση βάθους πέρα από την απεικονιστική πρακτική των τεκταινόμενων.
Στην παράσταση του Γλάρου έχουμε την περίπτωση του γυμνού χώρου με τα απαραίτητα-και λειτουργικά για την εξυπηρέτηση της άποψης- σκηνικά εργαλεία του Kenny MacLelan με έντονο το στοιχείο της πολυχρηστικότητας, κινησιολογικές παρενθέσεις καθώς και βιντεοπροβολές ως εστιάζον κάτοπτρο.
Ενδιαφέρουσα η σύλληψη για την ενσάρκωση πολλαπλών ρόλων από τους ηθοποιούς με χρήση άδειων κοστουμιών που δίνουν έμφαση στη σημειολογία.
Συνεπής και απόλυτα δομημένη προσπάθεια με εσωτερική ενότητα και ρυθμό, χωρίς αδικαιολόγητους εντυπωσιασμούς όλα ενταγμένα σε ένα αρμονικό αισθητικό πλαίσιο.
Ωστόσο, απουσιάζει η καταλυτική δυναμική της τσεχωφικής ατμόσφαιρας κάτι που στοιχίζει στην απόδοση της ρώσικης ψυχής, βασικό απόσταγμα κάθε έργου του συγγραφέα. Ως προϊόν πρόσληψης έχουμε μια σχηματοποίηση ψυχισμών με αντίστοιχες τεχνικές ερμηνείας που αποδομούν την έννοια του ανθρώπου όπως τον συλλαμβάνει ο Τσέχωφ. Είμαστε μάρτυρες μιας μηχανικής του σώματος και μιας κίνησης που ερμηνεύει την ακινησία, αυτό που βλέπουμε είναι διαφορετικό από εκείνο που φανταζόμαστε ή βλέπουμε οπτικοποιημένο τον ενδιάθετο λόγο.
Σε επίπεδο ερμηνείας, η κα Τσαλίκη,ως Αρκάντινα, εμφανίζεται να έχει κατανοήσει τον κώδικα της σκηνοθετικής οδηγίας κάτι που αποδεικνύει την υποκριτική της οξυδέρκεια.
Ο κος Στεφόπουλος, ως Σόριν και Σαμράγιεφ, παίζει εύστοχα με τις εναλλαγές προσώπων και μεταμορφώνεται με ευελιξία επιστρατεύοντας το σύνολο των εκφραστικών του μέσων.
Ενδιαφέρουσα παρουσία ο κος Λογοθέτης που ως Τριγκόριν δείχνει να μη θέλει να αποχωριστεί μια πιο κλασική ανάγνωση του ρόλου και μένει συνεπής κυρίως στο γενικό καμβά της σκηνοθετικής άποψης (κινησιολογικές οδηγίες κλπ).
Ο κος Καραούλης με πάθος και ένταση μάχεται να αποδώσει τον οραματιστή νέο συγγραφέα αλλά τελικά δεν ισχυροποιεί το πρόσημο του ρόλου.
Στο ίδιο μήκος κύμματος και η κα Γεωργοβασίλη που κραδαίνει σε νατουραλιστικές αποχρώσεις του ρομαντισμού της Νίνας, την οποία και αφήνει εκτεθειμένη ως συνολική παρουσία.
Η κα Μάρα, ως Μάσα και αφηγήτρια, δείχνει να μην έχει αφομοιώσει επαρκώς τα υποκριτικά της εργαλεία στη σκηνοθετική άποψη.
Η μετάφραση του έργου (Χαρά Σύρου) επανασυστήνει με όρους σύγχρονης επικοινωνίας το κείμενο του Τσέχωφ αλλά μένει δέσμια ενός συνόλου στοιχείων που παραπέμπουν στην τσεχωφική ατμόσφαιρα, η οποία δεν εξυπηρετείται από τη γενική σκηνοθετική άποψη. Ως εκ τούτου, ενίοτε αποδεικνύεται λειτουργική ενώ άλλοτε δημιουργεί αντινομίες.
Η σωματικότητα ως συμπλήρωμα της επεξήγησης του ρόλου παίζει σημαντικό ρόλο, κάτι στο οποίο η κα Φρόσω Κορρού (επιμέλεια κίνησης) επένδυσε επιτυχώς αλλά με μάλλον ακατέργαστο για αυτό το σκοπό υποκριτικό δυναμικό.
Τέλος, ο φωτισμός (Νίκος Βλασόπουλος), τα βίντεο (Άννα Μπουρμά) και η μουσική (Lost Bodies) έδωσαν ατμόσφαιρα κινηματογραφικού πλατώ όπου οι τεχνικές επιβάλλονται με ρόλο καθοριστικό διαμορφώνοντας ένα παράπλευρο επίπεδο κατανόησης του έργου.