Κριτική Θεάτρου | Οι ιδιοτροπίες της Μαριάννας
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 09/02/2016
Η περίπτωση του Alfred de Musset (1810-1857) στη γαλλική δραματουργία δεν έχει να κάνει με το οριζόντιο σχήμα Κλασική Τραγωδία-Ρομαντισμός, ως αντίρροπες τεχνικές γραφής. Κι αυτό γιατί ο Musset, που, εκτός από ποιητής, αφηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας υπήρξε, πρωτίστως, ένας θεωρητικός της τέχνης, σε αρκετά άρθρα του αναλύει τις θέσεις του και το προσωπικό του όραμα για το νέο δράμα που ευαγγελίζεται, και, κυρίως, το πως μπορεί να αξιοποιηθεί η πλούσια παράδοση της κλασικής τραγωδίας προς την κατεύθυνση δημιουργίας μιας νέας φόρμας με τις αισθητικές αναφορές του Ρομαντισμού αλλά με πολύ συγκεκριμένες οριοθετήσεις. Υπό αυτή την έννοια, ο Musset, ενώ εκφράζει το Pομαντισμό, δεν εκπροσωπεί τη ρήξη με το παρελθόν αλλά περισσότερο τη δημιουργική σύνθεση της παρακαταθήκης που κληροδότησε ο Corneille και ο Racine με τις αλλαγές που προτείνει το νέο ρεύμα.
Το κίνημα του Ρομαντισμού στο γαλλικό θέατρο θεμελιώνεται ουσιαστικά όταν ο Hugo στο Praefatio του “Cromwell” (1827) ορίζει τις βασικές αρχές του, που περιλαμβάνουν την κατάργηση των τριών ενοτήτων (χρόνου, τόπου, δράσης), την αρμονική συνύπαρξη των ειδών (τραγωδίας-κωμωδίας), την παρουσίαση σκηνών που αποτελούσαν ως τότε ταμπού για την κλασική τραγωδία, την εκπροσώπηση όλου του φάσματος της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, την ανάδειξη του κεντρικού ήρωα ως πρότυπο του ένθερμου ιδεολόγου, εραστή του απόλυτου που συγκρούεται με τις κοινωνικές επιταγές, την αναφορά σε πλησιέστερες ιστορικές περιόδους και όχι σε τόσο μακρινές όσο η αρχαιότητα και την εναργέστερη απεικόνιση του “couleur locale”, της οπτικής αναπαράστασης του τόπου και της εποχής.
Απέναντι σε αυτή τη διάταξη των νεωτερισμών του ρομαντικού κινήματος, ο Musset εμφανίζεται επιφυλακτικός και κριτικός. Το άρθρο του “De la Tragédie” συνιστά το δικό του μανιφέστο περί τραγωδίας στο οποίο, μεταξύ άλλων, προτείνει τη στροφή σε μια θεματολογία πιο οικεία και με αναφορά στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία, την απλότητα του λόγου και την απάλειψη περίπλοκων εκφράσεων, την ευθύτητα του στυλ, ένα αίσθημα μεγαλοπρέπειας που πρέπει να διαπνέει το δράμα καθώς και το μεγαλειώδες της δράσης. Αυτό όμως που περισσότερο αποτελεί επιτακτικό αίτημα για εκείνον, είναι η ψυχολογική εμβάθυνση των χαρακτήρων. Μέχρι τότε, η κλασική μορφή της τραγωδίας εστίαζε περισσότερο στην πλοκή και λιγότερο στα δομικά στοιχεία που χαρακτήριζαν τους ήρωες. Ο Musset προτείνει μια ισόρροπη σχέση ανάμεσα στη δράση και την ψυχολογική παρατήρηση και ανάλυση των προσώπων, υπό το πρίσμα μιας αυθεντικής και φυσικής αναπαράστασής τους, έτσι που κάθε έκφραση, συμπεριφορά, εξωτερικό στοιχείο, κίνηση, λόγος τους να λειτουργεί ερμηνευτικά, να φωτίζει και τις πλέον λεπτές πτυχές τους. Στην πραγματικότητα, απαιτούσε από τη νέα Τραγωδία μετριασμένο πάθος, λιγότερο πομπώδες ύφος, λιγότερο περίπλοκη υπόθεση και έμφαση στην εσωτερικότητα και την ακτινογράφηση των συναισθημάτων, ως μέσα για την κατάδειξη της κοινωνικής πραγματικότητας και την απόδοση γνήσιων χαρακτήρων.
Ένα άλλο βασικό στοιχείο-κριτήριο, ως έποψη της δραματουργίας του Musset είναι το γεγονός ότι τα έργα του προορίζονταν αποκλειστικά για ανάγνωση. Μετά την ατυχή παρουσίαση του πρώτου του έργου, “Nuit Vénitienne” (1830) ο ίδιος θα αποφασίσει στο εξής να γράφει αποδεσμευμένος πλέον από τις περιοριστικές συμβάσεις της σκηνικής πραγμάτωσης, χωρίς, ωστόσο, να καταλύει τη θεατρικότητα του κειμένου. Τα έργα του θα περιληφθούν στις επίτομες συλλογές Spectacle dans un fauteuil (Θέαμα σε μια πολυθρόνα) καθώς και στη Revue des Deux Mondes, μεταξύ των οποίων το “Lorenzaccio” (1833), που κάποιοι θα το συγκρίνουν με τον Hamlet του Shakespeare, το “Les caprices de Marianne” (1833), το “Fantazio” (1834), το “On ne badine pas avec l’amour” (1834) κ.α.
Στις “Ιδιοτροπίες της Μαριάννας” (“Les caprices de Marianne”) που παίζεται στο θέατρο Πόρτα σε μετάφραση κας Ξένιας Καλογεροπούλου και σκηνοθεσία κου Θωμά Μοσχόπουλου, ο Musset, ουσιαστικά, αυτοσυστήνεται. Ο Coelio και ο Octavio, οι δύο φίλοι με τις δύο αντιθετικές όψεις, ο υπέρμετρα ρομαντικός και ο ακόλαστος, συνενώνονται υπαινικτικά στο πρόσωπο του δημιουργού, υποδηλώνοντας δύο διαφορετικές στάσεις έναντι του mal du siècle.
Ο Octave θα αναλάβει να μεσολαβήσει ώστε να πείσει τη Marianne, γυναίκα του εξαδέλφου του Claudio, να ενδώσει στον έρωτα του καλύτερού του φίλου. Ωστόσο, θα είναι ο Octave που θα κερδίσει την καρδιά της αλλά στο όνομα της φιλίας θα παραμερίσει τον εαυτό του. Τελικά, ο Coelio δε θα εκπληρώσει τον έρωτά του κι επιπλέον θα βρει τραγικό θάνατο…
Διατηρώντας την ενότητα χρόνου (με εξαίρεση την τελευταία σκηνή) και του μύθου καθώς και μια διακριτική στάση στην αναπαράσταση βίαιων σκηνών, τεχνικά στοιχεία από τη φαρέτρα της κλασικής τραγωδίας, ο Musset, στην προκειμένη περίπτωση, αξιοποιεί τη συνύπαρξη τραγικού και κωμικού και αποτυπώνει με διαύγεια μια εποχή βαθειάς αξιακής και ηθικής κρίσης, όπου ο υλισμός και η υποκριτικός συντηρητισμός της αστικής τάξης δεν αφήνουν περιθώρια για να ανθίσουν τα ιδεώδη, ο ρομαντισμός, το πάθος των συναισθημάτων. Και το mal du siècle δεν είναι παρά ακριβώς η πικρή συνειδητοποίηση της υπαρξιακής μοναξιάς του ήρωα σε έναν κόσμο που τον έχει a priori καταδικάσει στο περιθώριο και την τελική συντριβή.
Μέσα σε μια εικαστική όσο και ποιητικής αύρας υποφωτισμένη ατμόσφαιρα, ο κ. Θ. Μοσχόπουλος, δημιουργεί ζωντανά ταμπλώ-σκηνικές σεκάνς με διάχυτο αισθησιασμό, φαντασιακές εξάρσεις και μυστηριακό βάθος, μια αρμονική εναλλαγή του γνήσια ρομαντικού φρενήρους πάθους με αντίποδα το γήινο ερωτικό παροξυσμό και την ασωτία ως εκφάνσεις μιας ενδιάθετης αναγεννητικής δύναμης, ορμής και αντίδρασης απέναντι στον κομφορμισμό.
Ο Octave του κου Γιώργου Παπαγεωργίου, ισορροπεί επιδέξια και με ποικίλες υποκριτικές αποχρώσεις, τόνους και εκφραστικές διαβαθμίσεις ανάμεσα στις δύο αντιθετικές πλευρές, την εξαχρειωμένη φύση που προβοκάρει και αμφισβητεί κοινωνικές νόρμες και στον άνθρωπο που σε μια κρίση συνείδησης αναζητά απεγνωσμένα ένα ιδεώδες για να πληρώσει το εσώτερο κενό του. Η κα Ηλιάνα Μαυρομάτη με πολλές αντανακλάσεις από την ιδιοσυγκρασία της απρόβλεπτης και ασυμβίβαστης Georges Sand, με την οποία συνδέθηκε ο Musset, αποδίδει τη Marianne με τη βαθειά αυτάρεσκη και τεχνηέντως κεκαλυμμένη επίγνωση του ρόλου και της επίδρασης της γυναικείας φύσης και ψυχής στον κόσμο. Oι δύο Coelio, κ. Ντένης Μακρής, και η νοητή συνέχεια του Οrsini, ως ματαιωμένος εραστής και τραγικό πεπρωμένο, κ. Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, σκιαγραφούν αμφότεροι το ασύμβατο του ρομαντικού ήρωα με το περιρρέον στάτους. Με τη σηματοδότηση μιας γερασμένης ηδυπάθειας και με μια πικρή αυτοσυνειδησία για την κρίση των καιρών η Ηermia της κας Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου και δίχως το κωμικό φορτίο που προσδίδει ο Musset αλλά με μια διάσταση τραγικού προσώπου ο Claudio, σύζυγος της Marianne, του κου Χρήστου Σαπουντζή. Ένα κωμικό φορτίο που δε λείπει, ωστόσο, από την εξαιρετική προξενήτρα Ciuta της κας Ξένιας Καλογεροπούλου και τον Tibia του κου Παντελή Βασιλόπουλου.
Οι σκηνικές δημιουργίες της κας Ευαγγελίας Θεριανού δημιουργούν ένα συμπαγές και αισθητικά πολυσήμαντο πεδίο όπου η διάρρηξη της ενότητας του χώρου βρίσκει σκηνικά αποτελεσματική εφαρμογή, ενώ τα κοστούμια της κας Κλαιρ Μπρέσγουελ αποδίδουν με εντυπωσιακό τρόπο τόσο τη σκοτεινή πλευρά του έρωτα και των παθών όσο κι έναν ελαφρύ σαρκασμό έναντι ενός μικρόκοσμου σε παρακμή (βλ. το κοστούμι της Ciuta-Ξένιας Καλογεροπούλου). Εύστοχες και ατμοσφαιρικές οι μουσικές του Chopin και δηλωτικές της παθητικής κι ονειροπόλας ιδιοσυγκρασίας του ρομαντικού, τραγικού ήρωα.
Θέατρο Πόρτα
Μεσογείων 59, Αθήνα
τηλ. 210-7711333, 210-7780518