Blog Image

Μοναχικές παραστάσεις χωρίς “αύρα”

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 08/05/2021

Η περίοδος της καραντίνας ανέδειξε την τάση να διατηρηθεί μια θερμοκρασία στη σχέση του κοινού με το θέατρο, και εν γένει με τις παραστατικές τέχνες, μέσω διαδικτυακών μεταδόσεων μαγνητοσκοπημένων παραστάσεων. Περιώνυμοι καλλιτεχνικοί οργανισμοί, εγχώριοι και ξένοι, επένδυσαν συστηματικά στη συγκεκριμένη πρακτική με σύνθετη στόχευση: το μετριασμό της οικονομικής αιμορραγίας που επέβαλε το υποχρεωτικό lockdown (σε όσες περιπτώσεις προβλεπόταν μετάδοση έναντι καταβολής συνδρομής), την παραμονή του φιλοθεάμονος κοινού σε μια κατάσταση εγρήγορσης (στο βαθμό που δεν παρακωλύεται το συνεχές της παρουσίας της τέχνης στη ζωή του), την άμβλυνση των ψυχολογικών επιπτώσεων που προκάλεσαν οι συνθήκες εγκλεισμού και κοινωνικής απομόνωσης.

     Ωστόσο, αυτή η πρωτόγνωρα οδυνηρή, όσο και επιβεβλημένη, εμπειρία ανέδειξε δύο παραμέτρους: α. τον απορφανισμό της θεατρικής τέχνης από τη ζωντανή διάδραση καλλιτέχνη-κοινού (εξ ορισμού καταγεγραμμένη ως ταυτοτικό χαρακτηριστικό της)  και β. την απομυθοποίηση του καλλιτεχνικού έργου και την απώλεια της συμφυούς δημιουργικής «αύρας» του.

      Σύμφωνα με την αριστοτελική σύλληψη, το θέατρο συνιστά τη μοναδική τέχνη που χρησιμοποιεί το σώμα και τη φωνή του ανθρώπου για να μιμηθεί τις ενέργειές του και να παραγάγει ψευδαίσθηση. Η ύπαρξη ενός κοινού απέναντι σε ζωντανές παρουσίες, άλλοτε υποβλητικά σιωπηρού και άλλοτε διακατεχόμενου από έντονα, ή και εκδηλούμενα, συναισθήματα, επενεργεί σε τέτοιο βαθμό καταλυτικά, ώστε καταλήγει να καθορίζει τη συνολική σκηνική διαδικασία. Κατ’ αντιστοιχία, η φυσική παρουσία των ηθοποιών στη σκηνή, τα δρώντα σώματα με τη σάρκινη υπόστασή τους, τις χειρονομίες, την εκφραστική τους δύναμη και τη σεξουαλικότητά τους, προκαλούν στο κοινό εντυπώσεις και συγκινήσεις, όπως ακριβώς και οι νοερές εικόνες από τα λογοτεχνικά αναγνώσματα ή εκείνες από τις κινηματογραφικές ταινίες. 

     Παράλληλα, η συνθήκη της ζωντανής επικοινωνίας συναρτάται άμεσα και με ένα άλλο δομικό συστατικό του θεάτρου, τον κοινωνικό χαρακτήρα του. Ανέκαθεν, οι συναθροίσεις στις κερκίδες των ελληνικών και ρωμαϊκών αμφιθεάτρων, στις ελισαβετιανές κατασκευές, στα ισπανικά corrales ή πέριξ της ιταλικής σκηνής αντανακλούσαν μια εγγενή ενεργητικότητα και κινητικότητα των κοινωνιών, την ωσμωτική δυναμική της συνύπαρξης που εμπνέει και συνεγείρει, αλλά και κάθε είδους ζύμωση που παράγεται από την αλληλεπίδραση των διεργασιών της σκέψης και των μηχανισμών των συναισθημάτων με το ζωντανό καλλιτεχνικό έργο, συχνά, με προεκτάσεις ιδεολογικοπολιτικές.

     Ως προς τη δεύτερη παράμετρο, αρκεί να ανακαλέσουμε τη διατύπωση του Γερμανού φιλοσόφου και συνιδρυτή της Σχολής Πολιτισμικών Σπουδών της Φρανκφούρτης Walter Benjamin (1892-1940) σχετικά με την «αύρα» του καλλιτεχνικού έργου. Εκκινώντας από την αξιωματική θέση ότι η δημιουργικότητα του ανθρώπου αποτυπώνεται στα προϊόντα εργασίας του, ο Benjamin υποστήριξε ότι στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες τα έργα του πολιτισμού, ως προϊόντα των κοινωνικών σχέσεων, της δημιουργικότητας και της ευφυΐας προσλάμβαναν έναν ιερό, πνευματικό χαρακτήρα και εμπεριείχαν ένα ανώτερο νόημα. Αυτή η αυθεντικότητα, η επονομαζόμενη «αύρα»,  που εκπορεύεται από την ανόθευτη συμμετοχή του ανθρώπινου παράγοντα και από το αποτύπωμα που εκείνος αφήνει επάνω στο καλλιτεχνικό έργο, σε μια εποχή όπου αυτό αναπαράγεται τεχνολογικά, εν τέλει, υποβαθμίζεται ή και εξαφανίζεται.

     Σύμφωνα με τον Benjamin, η τεχνολογία στερεί τα έργα τέχνης από τη μοναδικότητά τους και την πνευματική τους υπόσταση, τυποποιώντας τα και απομαγεύοντάς τα, για να χρησιμοποιήσουμε ένα προγενέστερο όρο του Max Weber («απομάγευση»), που αναφέρεται στην αποκαθήλωση των νοημάτων που επέφερε η νεωτερικότητα.