
Κριτική Θεάτρου | Μεταγωγή
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 23/02/2020
Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη για την παράσταση του έργου “Μεταγωγή” του Γιώργου Βέλτσου (Θέατρο “Αργώ” – A Small Argo full of Art) σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη.
Το τραυματισμένο τοπίο της ατομικής ευθύνης απέναντι στο βάρος της Ιστορίας, ο εκούσιος εγκλεισμός στους ασφαλείς όσο και ασφυκτικούς μικρόκοσμους της νωχελικής παρατήρησης και της θολής κρίσης, η αμήχανη διαπάλη με το νέο, ο αναχωρητισμός της διανόησης και το εξαντλητικό παιχνίδι των ενοχών επάνω στο θυσιαστήριο των ματαιωμένων προσδοκιών, συνιστούν τους κεντρικούς νευρώνες της «Μεταγωγής» του Γ. Βέλτσου. Φιλοσοφικό σκηνικό δοκίμιο, διαλεκτική πραγματεία, απολογιστική τραγωδία για το ατελέσφορο των αγώνων στους προμαχώνες των ιδεών, μια τελετουργία συμβολικού θανάτου κάθε ίχνους που φέρει τη σκιά μιας, διαθλώμενης στις διαστάσεις του συλλογικού, πληγωμένης μνήμης, όλες αυτές οι διανοητικές και αισθητικές περιοχές διεκδικούν κάτι από την ταυτότητα της «Μεταγωγής».
Με μια φυσιογνωμία δομής και ύφους που εκφεύγει του αυστηρώς κλασικού δράματος της γραμμικής ψυχολογίας και της περιγραφής, με μια ιδιόλεκτο διηθημένη από τη στοχαστική περιπλάνηση και τα λόγια, εκπλεπτυσμένα σχήματα, που άλλοτε τα διαποτίζουν χυμοί λυρισμού και ποίησης και άλλοτε τα διεμβολίζουν σουρεαλιστικές αναλαμπές, ο Βέλτσος με έναν δικό του τρόπο, ανακαλεί κάτι από τους φραστικούς δαιδάλους του Koltès, αναδιατάσσει πιντερικές τεχνικές (παύσεις, ελλειπτικότητες, έννοιες όπως «εσωτερικός-εξωτερικός χώρος», απορρυθμιστικούς «ισορροπιών» εισβολείς), σκιαγραφεί μια περίκλειστη, βασανιστικά βραδυφλεγή και αναβλητική συνθήκη, με αναφορά στον Derrida, έναν αγώνα λόγων, που εκβάλλει αργά και σταθερά στο ξέφωτο μιας ανοιχτής ανάγνωσης και μιας ενεργητικής διαθεσιμότητας και ερμηνείας εκ μέρους του ακροατηρίου.
Η Χρύσα Καψούλη (θέατρο «Αργώ», A Small Argo full of Art) διαχειρίστηκε με δραματουργική οικονομία και βαθύ θεατρικό ένστικτο ένα καταιγιστικό κείμενο με πυκνότητες λέξεων, εικόνων και υπόρρητων σημάνσεων, καθιστώντας το ένα αρτιμελές σκηνικό πόνημα. Διασώζοντας ακέραιους τους συλλογισμούς του Βέλτσου και την αυταξία τους, τους ενέθεσε σε μια mise en place διεπιδραστικών γεωμετριών, εντός μιας ιδιότυπης παρτιτούρας πολυσχιδών ρυθμικών και εξακτινώσεων δυναμικής και ενός φόντου εικαστικών εικονικών αποκωδικοποιήσεων.
Η Μυρτώ Ρήγου υπερασπίζεται με ευθυτενή εκφραστικά μέσα και με αδιάπτωτη ευσθένεια το οπλοστάσιο των θέσεων που καλείται να διατρανώσει, διατηρώντας, ταυτόχρονα, μια εσωτερική πλαστικότητα και κινητικότητα που τής επιτρέπει να ενδύσει και με δραματικό σαρκίο το ρόλο της. Ο Βαγγέλης Παπαδάκης ολοκληρώνεται ως παρουσία μέσα σε ένα «αισθητικό σώμα» («corps esthétique»), (Pavis, 2014, σ. 53), όπου καταγράφονται ανεξίτηλα οι πληροφορίες μιας καταπονημένης από την ιδεολογική περιδιάβαση, τις εσώτερες συγκρούσεις και την προσωπική ακύρωση φύσης. Στον αντίποδα, ο Χρήστος Κίτσιος και η Εμμανουέλλα Κοντογιώργου-Οικονόμου συγκροτούν ένα ισχυρό δίπολο-αντέρεισμα των βίαιων επαναστατικών ηθών που βαθμηδόν αποχρωματίζεται, καθώς αφομοιώνεται από το αντίπαλο ζεύγος, συμβάλλοντας, εν τέλει, στη διαμόρφωση μιας ατμόσφαιρας επανακαθορισμού, βίαιου ή ειρηνικού, κατά το δοκούν διαγραφόμενου στη φαντασία του καθενός.