
Κριτική Θεάτρου | Μήδεια
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 29/09/2021
Η παλιά σχολή της θεατρικής κριτικής συνήθιζε να αποκηρύττει τα εισαγόμενα σκηνοθετικά ιδιώματα αναφορικά με τις αρχαίες τραγωδίες, όπου, συνήθως, ο χορός άλλοτε φάνταζε ένα προβληματικό και ομιχλώδες συστατικό και άλλοτε απουσίαζε εντελώς, προδίδοντας αμηχανία ή έλλειψη κατανόησης. Και ήταν απολύτως φυσικό, καθώς η «σχολή Ροντήρη», που ανδρώθηκε μέσα στα θεατρικά εργαστήρια του Max Reinhardt και η οποία προέτασσε μια τεχνική θεμελιωμένη σε επιστημονικά και όχι μόνο καλλιτεχνικά εργαλεία, δεν άφησε αδιάφορο τον κύκλο των λογίων και επαϊόντων της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Παρόλα αυτά, μια τόσο σπουδαία παρακαταθήκη, που πέτυχε μετά από αιώνες να επανασυμφιλιώσει το ελληνικό και το διεθνές κοινό με τα κλασικά αριστουργήματα, διολίσθησε στο επίπεδο της τουριστικής ατραξιόν, στο πλαίσιο μιας πολιτιστικής λαογραφίας, αντί να μετουσιωθεί σε στοιχείο δημιουργικής έμπνευσης για περαιτέρω ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Το παράδοξο, ωστόσο, είναι ότι, ενώ η περιθωριοποίηση, έως εξάλειψη, των χορικών φάνταζε ως καινοτομία, στην ουσία συνιστούσε αν όχι μια οπισθοδρόμηση, τουλάχιστον έναν περιορισμό των οριζόντων που το ίδιο το θέατρο αντιμαχόταν συστηματικά ήδη από την γένεσή του. Μαζί με το χορό, η παράβαση της αττικής κωμωδίας, ο αφηγητής, το θέατρο εν θεάτρω ή ακόμα και τα σαιξπηρικά πνεύματα των νεκρών -για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα- δεν ήταν παρά εκφάνσεις μιας ενδιάθετης τάσης των δραματουργών κάθε εποχής να επιμηκύνουν τις διαστάσεις του ζωτικού χώρου και χρόνου του θεάτρου, δημιουργώντας περισσότερα πεδία προβολής και πυκνώνοντας τους τρόπους πρόσληψης του κοινού, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με τη χρήση φιλμικού υλικού και βίντεο στη σκηνή.
Υπό αυτή την έννοια, η «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά, στην οποία αξιοποιείται μόνο ένα από τα χορικά, στην πραγματικότητα δεν έρχεται με την αφαιρετικότητα της να νεωτερίσει, απλώς συνεχίζει το νήμα μιας σύλληψης της τραγωδίας που συναρτάται με τη λογική του κλειστού χώρου, πιο οικεία στα κοινά της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης -δεν θα λέγαμε με τους όρους του στριντμπεργκικού Intima Teatern, αν και είναι αλήθεια, διαθέτει κάτι από την αύρα του- (η παράσταση, άλλωστε, πρωτοπαρουσιάστηκε το 2016 στη Χάγη, σε Φεστιβάλ του Αγγλικού Θεάτρου STET με θέμα την Μήδεια). Από την άλλη, είναι σύνηθες, όταν πρόκειται να αποδοκιμαστεί μια σκηνοθετική θεώρηση του εν λόγω έργου, να ανασύρεται το εύκολο επιχείρημα της μετατροπής του σε αστικό δράμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σήμερα πλέον έχει καταρριφθεί κάθε είδους στεγανό ανάγνωσης και, ως εκ τούτου, έχουν νομιμοποιηθεί τόσο στην εργαλειοθήκη των καλλιτεχνών οι ακρώρειες της φαντασίας, αλλά και στη συνείδηση του κοινού μια περιέργεια (νοσηρή; δημιουργική; κρίνουμε κατά το δοκούν) για την επόμενη «ηχηρή» παρενόχληση των κλασικών.
Η παράσταση, λοιπόν, της «Μηδείας» στο «Μπάγκειον» έχει κάτι από τη γοητεία που εκπέμπουν οι παζολινικές ατμόσφαιρες (σιωπές, βλέμματα, νεύματα, σύντομοι εύγλωττοι ήχοι), φτάνει, όμως, και σε κορυφώσεις, που συγκρατούνται αριστοτεχνικά από τους ηθοποιούς με όχημα το μέτρο και μια βαθιά σκηνική επίγνωση. Προτείνει μια ανάρια δομή, δεν αποφεύγει, όμως, και στιγμές όπου κατισχύουν οι παραδοσιακοί στόμφοι. Και με δεδομένες τις συγκεκριμένες παραστατικές συνθήκες, εύλογα τίθεται το ερώτημα: «πώς να χωρέσει μια τόσο γιγάντια μυθική μορφή, όπως είναι η Μήδεια, στα όρια των τεσσάρων τοίχων;». Η απάντηση είναι ότι αυτός ο προβληματισμός έχει, επίσης, ξεπεραστεί. Οι μυθολογίες έχουν απολέσει τον όγκο τους, οι μορφές επιδέχονται και αυτές αλλαγές σε σχέση με τις κλίμακες μεγεθών και μπορούν στο εξής να αποδοθούν με ένα εξίσου μεγάλο αλλά πιο εσωτερικό εύρος. Η Μήδεια, εν προκειμένω, εκπροσωπεί την επικράτηση όλων των ανορθολογικών και καταστροφικών λύσεων ως απάντηση στη σαθρότητα ενός κόσμου και αυτό είναι το στοιχείο που θα πρέπει να διατρέχει την παρουσία της πέρα από τις εκάστοτε αποχρώσεις της. Κατά συνέπεια, μια ερμηνεία του ρόλου αυτού δεν μπορεί να υπάγεται σε εκφορές που παραπέμπουν σε χωνευτικών δόσεων λογικές επιχειρηματολογίες και λαξευμένες εξηγήσεις, έστω και αν αυτές ταυτίζονται με στρατηγήματα. Επιπλέον, στο βαθμό που προτείνεται μια ψυχαναλυτική αντιμετώπιση του έργου, αυτή δεν μπορεί να συμφύρεται, ή να συγχέεται, με εκδηλώσεις οριζόντιου, και δη κλισαρισμένου, συναισθηματισμού.
Πέριξ του πρωταγωνιστικού ρόλου, στις καλές ερμηνευτικές πτυχές της παράστασης συγκαταλέγεται ο Ιάσονας του Δημήτρη Γεωργαλά, με εξαίρεση το μελοδραματικής υφής τέλος του πέμπτου επεισοδίου, ο Αιγέας του Νίκου Δερτιλή, ως προς την κατάδειξη της συνάρτησης του στενά προσωπικού πεδίου με εκείνο του δημοσίου βίου (ο ίδιος ηθοποιός στο ρόλο του Κρέοντα δίνει μια ακατανόητα σχηματική εκδοχή), η Τροφός της Μαργαρίτας Βαρλάμου, με μια διαίσθηση του μέτρου και των δυναμικών που απαντά σε ένα ακριβές μουσικό ένστικτο, και ο Άγγελος του Βασίλη Ψυλλά (Άγγελος) που ενσαρκώνει και σωματοποιεί, χωρίς απλώς να απαγγέλλει, μια από τις πιο ανατριχιαστικές περιγραφές στην αρχαία τραγωδία, προδιαγράφοντας την επερχόμενη κοσμογονική ανατροπή. Η Τζούλη Σούμα, ως Μήδεια, ενώνει διαδοχικά τις ετερόκλητες τελείες ενός ακανθώδους ρόλου για να οικοδομήσει ένα όλον, ομολογουμένως, ποιοτικά ευανάγνωστο και ακέραιο. Ίσως χρειαζόταν ένα επιπλέον υποκριτικό στρώμα, πιο κοντά στην υπερβατική φύση της ηρωίδας, που θα απορροφούσε τους κραδασμούς από το ρεαλισμό και τη γυμνή ψυχογραφία κατά τις διαδοχικές μεταβάσεις, κάτι σαν τη σύζευξη προσωδίας στη μουσική. Τέλος, η σύνθεση του Πλάτωνα Ανδριτσάκη αποδείχθηκε αρκούντως επεξεργασμένη και προδήλως εύληπτη για ένα έργο που κινείται κυριολεκτικά στη σκιά του ερέβους.