Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Ηλέκτρα

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 02/08/2018

Πιθανότατα τελευταία σε χρονολογική σειρά –μετά την «Ορέστεια» του Αισχύλου και την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη– η σοφόκλεια εκδοχή του μύθου των Ατρειδών με κεντρικό πρόσωπο την Ηλέκτρα, σύμβολο συνδυασμού κοινωνικής κατάρρευσης, αλλά και ακλόνητης βούλησης και προσμονής, επαναφέρει, μέσα από τα συμφραζόμενα της ομηρικής, αυτήν τη φορά, εποποιίας, το ηρωικό περιβάλλον, επάνω στο οποίο αποτυπώνεται έντονα η διαδρομή της εκδίκησης του οικογενειακού άγους. Αυτή η κατάθεση του μύθου δεν κομίζει μόνο το νεωτερικό ρεαλιστικό ανάγλυφο του Ευριπίδη, αλλά προχωρά εγκάρσια έως τα βάθη των ψυχικών εκδηλώσεων, στο φωτεινό εκείνο σημείο, όπου ο άνθρωπος τολμά και στρέφεται, από μόνος του, πιο αποφασιστικά προς την ενατένιση της δικής του συνθήκης, τη στιγμή που η θεϊκή παρέμβαση μοιάζει μάλλον αμήχανη, άνευρη ή, στην καλύτερη περίπτωση, δυσερμήνευτη. Η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή διψά για εκδίκηση, μακριά από θεσμικές εκζητήσεις και την όποια απαίτηση Δικαίου, τουλάχιστον όπως αυτή διατυπώθηκε στις «Χοηφόρες» του Αισχύλου. Εδώ το έλεος και ο φόβος καθαίρονται με έναν τρόπο, εξίσου πλησίον του ανακλαστικού κοινού αισθήματος για λύτρωση όσο και μιας λεπτής εκκρεμότητας για το ποια σφαίρα θα διεκδικήσει, εν τέλει, την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. 

Παραμερίζοντας τις αποσιωπήσεις του ποιητή σε επίπεδο ηθικής, η μεγάλη συμβολή του Σοφοκλή έγκειται, αναμφίβολα, στο τεχνικό επίπεδο, συγκεράζοντας περίτεχνα σπαρακτικούς «κομμούς», σπινθηροβόλους «αγώνες λόγων», «περιπέτειες» και «αναγνωρίσεις», και δη σε συγχρονισμό, μια σχεδόν καταπειστική αγγελική ρήση και έντονης εκφραστικότητας χορικά.

Η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου) εκκινεί με μια στομφώδη τελετουργική υποβολή, ασύμμετρη προς τη, σαφώς, πιο ανθρωποκεντρική μετάσταση, αυτήν τη φορά, της προβληματικής του Σοφοκλή. Το λευκόχρωμο σκηνικό τοπίο που ρυπαίνεται σταδιακά από την επέλαση του εκδικητικού παροξυσμού, αποδεικνύεται αδικαιολόγητο, καθώς ουδεμία έννομη τάξη, επί της ουσίας, προϋπάρχει αλλά και η λύση που προκρίνει ο ποιητής δεν φέρει κάποιο μανιχαϊστικού τύπου ηθικό πρόσημο (καλό-κακό, άσπρο-μαύρο), έτσι ώστε αυτό να συμβολοποιηθεί με συγκεκριμένο τρόπο. Σε τούτο το πλαίσιο, η μονότροπα νευρωτική Ηλέκτρα (Αλεξία Καλτσίκη), με τις ανεξέλεγκτα παράφορες κι εντυπωσιοθηρικές διογκώσεις εκφραστικών μέσων, συνέβαλε στην άρση της ποιότητας των ηθών της ηρωίδας, τα οποία, παρά τα «πάθη» και τις «περιπέτειες», οφείλουν να παραμένουν (εκτός από «χρηστά») «αρμόττοντα», «όμοια και ομαλά». Η σκηνική παρουσία της Κλυταιμνήστρας (Μαρία Ναυπλιώτου) με σπασμωδικούς παρατονισμούς, που «μετέφραζαν» ανώτερα στρώματα του θυμικού, αποχρωμάτιζαν την εκπροσωπούμενη κοινωνική της θέση, αλλά και ο λευχειμονών χορός Μυκηναίων γυναικών, που, στο τέλος μετατράπηκε σε ενσάρκωση ενός οιστρηλατημένου εκδικητικού μένους, επί της ουσίας, προκατέλαβε υπέρ μιας συγκεκριμένης αποτίμησης και πρόσληψης της πράξης αυτοδικίας. Ο Ορέστης (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος) θα είχε διασωθεί στην, σαφώς, πιο στερρά και ανεπιτήδευτη ερμηνεία του, αν η Έξοδος, με την προβλέψιμα ιλαρύνουσα αποτύπωση του Αίγισθου (Χρήστος Λούλης) και την ανερμάτιστα επιτεινόμενη σκηνική ένταση, δεν κινείτο οριακά στην περιοχή της παρωδίας, ενώ σημαντικά πιο αποκρυσταλλωμένοι και συγκροτημένοι στις αποδόσεις τους αποδείχτηκαν οι Νίκος Χατζόπουλος (Παιδαγωγός) και Ελένη Μολέσκη (Χρυσόθεμις). Τέλος, η μουσική συμβολή (Δημήτρης Σκύλλας) επένδυσε περισσότερο στα ρυθμικά σημεία, αντιπαρερχόμενη αισθητά το λυρικό ζωντάνεμα των αριστοτεχνικών σοφόκλειων χορικών.