Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Ηλέκτρα

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 19/07/2018

Κι ενώ η «Ορέστεια» του Αισχύλου διερευνά τα όρια της δικαιοσύνης στη μεταφυσική τους διάσταση, το βάρος της ατομικής ευθύνης αλλά και την πολιτική προέκταση όλων αυτών μέσα από την προβολή τους στην όλη οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, και η σοφόκλεια «Ηλέκτρα», ως συμπύκνωση του μύθου των Ατρειδών, καταφεύγει σε μια περίτεχνα ασθμαίνουσα πορεία προς την απόλυτη ικανοποίηση του εκδικητικού μένους, χωρίς τοποθέτηση με ηθικό πρόσημο για «τα μετά» τη διάπραξη των εγκλημάτων, η «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη (413 π.Χ.) καινοτομεί, καθώς απογυμνώνει τα πρόσωπα από το ηρωικό τους μεγαλείο, επαναπραγματεύεται το ζήτημα μιας ατελέσφορης αυτοδικίας και αμφισβητεί απροσχημάτιστα την εγκυρότητα των θεϊκών λόγων. 

Σε αυτήν την τραγωδία του Ευριπίδη απουσιάζει η λάμψη του μνημειώδους και της δόξας. Όλοι είναι ή νοούνται απόβλητοι θεσμικά και κοινωνικά. Ο ηρωικός χώρος έχει απολέσει την ισχύ του και το ακατέργαστο φυσικό περιβάλλον προβάλλεται ως το πλέον πρόσφορο πεδίο για την «αποκατάσταση» των διαταραγμένων ισορροπιών. Αυτός ο κοινωνικός εκφυλισμός των προσώπων συνιστά την απαρχή του ηθικού εκφυλισμού που θα επέλθει, όταν τα αδέλφια, Ηλέκτρα και Ορέστης, βιώσουν την εκπλήρωση της εκδίκησης με τη μορφή ενός μαρτυρικού ελέγχου συνείδησης, εκπλήρωση με αμφίβολη, εν τέλει, έκβαση ή λύτρωση. 

Χρησιμοποιώντας αναγνωρίσιμα απεικάσματα της αισχύλειας εικονοποιίας, αλλά με μια ρηξικέλευθη σοφιστική αμφισβήτηση και καινοφανή, για την εποχή εκείνη, στάση σε θεμελιώδη ζητήματα, ρεαλιστικές περιγραφές, λεπτομέρειες και αδρές ψυχολογικές καταγραφές, όπως της νευρωτικής, αυτοτιμωρούμενης Ηλέκτρας και της παρελκυστικής στάσης του άτολμου Ορέστη, ο Ευριπίδης έρχεται ως ρυθμιστής του αρχαίου μύθου μέσα στα όρια του σχεδόν ωμά πραγματικού και λογικού και ενάντια στη δύναμη των ψυχόρμητων, της διαίσθησης αλλά και κάθε στοιχείου που βρίσκεται στις παρυφές του παράδοξου.

Η παράσταση σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, εκκινεί από μία μετάφραση που αποδίδει με ακρίβεια, ανεπιτήδευτα και με γλωσσική οικονομία το ήθος και ύφος της σοφιστικής συλλογιστικής, στοχεύοντας στο επίκεντρο των νοημάτων και χωρίς να στερεί την προοπτική και την επέκτασή τους, από μια «όψη» που αποδίδει σχηματικά όσο και λειτουργικά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα καθώς και από μελίρρυτα χορικά που συνδράμουν στην πύκνωση της οντότητας του αριθμητικά ακρωτηριασμένου χορού.

Ωστόσο, σε αυτό το περίτεχνο πλαίσιο οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις προβάλλονται με έλλειψη εσωτερικής συνοχής, που αφήνει έκθετο το ίδιο το υπόβαθρο των κεντρικών –τουλάχιστον– ηρώων. Η υπεραπλουστευμένη, σχεδόν ηθογραφική, παρουσία του Αυτουργού (Γιάννης Νταλιάνης) στον Πρόλογο θα μπορούσε να είχε αμβλύνει το τραγικό εκτόπισμα της Ηλέκτρας που ακολουθεί, αν η Λένα Παπαληγούρα, τεχνικά εδραία και με σκηνική συνείδηση, δεν επανέφερε το υποκριτικό μέτρο στο κέντρο βάρους του. Η υπερκινητική παρουσία του Ορέστη (Νίκος Κουρής) δεν συμβάλλει στην κατάκτηση εκείνου του μεστού χώρου και χρόνου, απ’ όπου μπορεί να επικοινωνήσει με σαφήνεια τα ηθικά διλήμματα και τις ενοχές του, ο Παιδαγωγός (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης), μοχλός του δράματος, αποσυμπιέζει την αναγνώριση των αδελφών στο επίπεδο μιας αβασάνιστης, για τα ευριπιδικά πρότυπα, διαδικασίας, ο Αγγελιαφόρος (Νίκος Αρβανίτης) καταφεύγει σε μια παράταιρη υποκριτική σκευή που εντείνει την αίσθηση του ερμηνευτικού χάσματος, ενώ η Κλυταιμνήστρα (Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου) δεν καθιστά επαρκώς σαφή τη συναισθηματική μεταστροφή της, ως ένδειξη επίτασης της ευθύνης των τραγικών αδελφών.