
Κριτική Θεάτρου | Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 01/12/2017
Θεατρικά ο Φασμπίντερ συνδέεται με τις ιδεολογικές και αισθητικές επιλογές του Action-Theater και του Antiteater, στο Μόναχο των τελών της δεκαετίας του ’60. Και οι δύο περιπτώσεις, εμπνευσμένες από τις θέσεις του Living Theater για το θέατρο, ως φιλοσοφία και πράξη, στηρίχτηκαν στην αρχή της συλλογικότητας θέτοντας παράλληλα ως βασική αρχή την ακραία κριτική των κοινωνικών μηχανισμών και των ηθών της αστικής τάξης, έτσι όπως διαμορφώθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο.
Πιο κοντά στο αναρχικό κίνημα το Θεάτρο της Δράσης, αναλώθηκε κυρίως σε κλασικά κείμενα (“Ιφιγένεια εν Ταύροις”. “Αντιγόνη”, “Λεόντιος και Λένα” κα), σε μία προσπάθεια οι περιγραφόμενες συγκρούσεις να συσχετιστούν με αυτές της σύγχρονης εποχής. Το Αντιθέατρο από την άλλη πλευρά, ως διάδοχη κατάσταση, που εγκαινιάστηκε με το Wie dem Mockipott das Leiden ausgetrieben του θεμελιωτή του θεάτρου-ντοκουμέντο, Πέτερ Βάις, συνοψίστηκε ως σοσιαλιστικό θέατρο που θα λάμβανε χώρα σε περιβάλλοντα εργασίας και μικρές αυτοσχέδιες θεατρικές σκηνές, με στόχο την πληροφόρηση του κοινού για τη νοσηρότητα που φέρει ο αστικός κόσμος, που επιχειρεί να αποσοβήσει τις ιστορικές του ευθύνες μέσα από τον καταναλωτισμό και την επίπλαστη ευημερία, από τα οποία παγιδεύονται και, τελικά, συντρίβονται οι μεγάλες μάζες.
Προτού στραφεί αποκλειστικά στην 7η Τέχνη και στην τηλεόραση, τα θεατρικά δείγματα γραφής του Φασμπίντερ χαρακτηρίζονταν από μία ιδιότυπη μεταγραφή του μπρεχτικού θεάτρου και της παράδοσης του Berliner Ensemble. Αποστασιοποίηση, αδρές παύσεις, αργοί ρυθμοί και ευφυείς διάλογοι, προσδίδουν στην ατμόσφαιρα μια αλήθεια που, όμως, δεν άπτεται του ακραιφνούς νατουραλισμού. Η ωμότητα, η βία και οι μηχανιστικές συμπεριφορές επιστρατεύονται για να καταδείξουν τον εκφυλισμένο κόσμο των ανθρώπινων σχέσεων μέσα στο εθιστικό περιβάλλον της υλικής ευμάρειας, που σηματοδοτεί με πολιτικά συμφραζόμενα το δράμα του σύγχρονου ανθρώπου.
Στον Γάμο της Μαρίας Μπράουν (1978), από τις πλέον επιτυχημένες ταινίες του, που ο Γερμανός σκηνοθέτης Τόμας Όστερμάγιερ μετέφερε πρόσφατα στη σκηνή, με κεντρικό άξονα τη γυναίκα και τον ρόλο της, όπως αυτός μπορεί να διαμορφωθεί στις κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες, αλλά με τελικό στόχο την απογύμνωση του γερμανικού μοντέλου της πατερναλιστικής ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ο Φασμπίντερ καταφεύγει σε μια απολογιστική κριτική της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Η Μαρία Μπράουν από φτωχή μικροαστή θα κατακτήσει την κοινωνική της αναρρίχηση αποδεικνύοντας τις ενδιάθετες και απρόβλεπτες δυνατότητες της γυναικείας φύσης μέσα σε συνθήκες ανάγκης και απόγνωσης. Η ίδια, “ειδική στο μέλλον”, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, θα γίνει κυνικά χειριστική, υπολογίστρια, φιλόδοξη και αυταρχική, την ίδια στιγμή που με σχεδόν τελετουργική προσήλωση μένει αμετακίνητη στις συναισθηματικές της δεσμεύσεις. Όλα όμως τελειώνουν σπασμωδικά και εξίσου τραγικά, και μάλιστα μέσα σε ένα αντιστικτικό κλίμα ευφορίας, την ημέρα ακριβώς που σηματοδοτείται το τέλος της μεταπολεμικής περιόδου, καθώς η Γερμανία ανακτά το χαμένο της γόητρο στα μάτια του παγκόσμιου κοινού (με την κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου το 1954). Η τελική έκρηξη, που ισοπεδώνει τον μικρόκοσμο της Μαρίας Μπράουν, πέρα από ευφάνταστο εύρημα, συμβολοποιεί το τέλος ενός κόσμου που επιχείρησε να αλλάξει, αλλά, παρ’όλα αυτά, παρέμεινε αγκυρωμένο στις ιστορικές του παθογένειες.
Η παράσταση στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα, συστήνει το κινηματογραφικό έργο με στιβαρό θεατρικό “ανάστημα” και με όλη την αύρα του κλασικού αισθητικού φασμπιντερικού ιδιώματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προσλαμβανόμενη αίσθηση των γοργών σεκάνς των κινηματογραφικών σκηνών χωρίς αυτές να στερούνται τη συμπύκνωση, σε επίπεδο σκηνικού χρόνου, που δημιουργούν οι αργόσυρτοι διάλογοι, η διαλείπουσα ρυθμική και οι κατ’επίφαση μονόχορδες ερμηνείες.
Η Λένα Παπαληγούρα-Μαρία Μπράουν οικοδομεί τον χαρακτήρα αξιοποιώντας τις “ανάσες” και την ελλειπτικότητα της ατμόσφαιρας καθώς και τις λεπτές, σχεδόν αδιόρατες, κινήσεις και εκφράσεις, εκεί που ο λόγος απλά υπαγορεύει ή υπαινίσσεται. Στην ίδια αφαιρετική, σχεδόν αφηρημένη, πλην όμως νοηματοδοτημένη λογική κινείται και η παρουσία του Χέρμαν-Μάξιμου Μουμούρη. Ο Όσβαλντ του Γιάννη Νταλιάνη οικοδομεί τον κόσμο του υλισμού, του πραγματισμού και της κτητικότητας του ανδροκρατούμενου κόσμου με τρόπο ευθυτενή και χωρίς περιττές διογκώσεις, ενώ στην υπηρεσία των σημαινόντων μιας γενικής σκηνικής ατμόσφαιρας έλλειψης βαρύτητας κινούνται και οι παρουσίες των Γιώργου Συμεωνίδη, Νίκου Γεωργάκη όσο και η ειρωνικά γκροτέσκ υποκριτική καταφυγή της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη.
Ευέλικτη, λειτουργική και λιτή η σκηνική δημιουργία (Άγγελος Μέντης), δίνει χώρο στα πρόσωπα και τα σκηνικά ταμπλώ φωτίζοντάς τα και ντεσιφράροντας, στην ουσία, το οριακά ηλεκτρισμένο ψυχολογικό τοπίο. Τέλος, δόκιμη και διαφωτιστική η χρήση προβολών με ιστορικά ντοκουμέντα, πρακτική με ρίζες στο μπρεχτικό Επικό θέατρο.
Μετάφραση – Διασκευή – Σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύας
Σκηνικά – Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Φιλμ: Γιώργος Σκεύας
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Σαβουιδάκης
Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης
Διεύθυνση παραγωγής: Όλγα Μαυροειδή
Παραγωγή: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος – ΛΥΚΟΦΩΣ
Ηθοποιοί:
Λένα Παπαληγούρα, Μάξιμος Μουμούρης, Γιάννης Νταλιάνης,
Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Γιώργος Συμεωνίδης, Νίκος Γεωργάκης
Θέατρο Οδού Κυκλάδων “Λευτέρης Βογιατζής”