
Κριτική Θεάτρου | Οιδίπους επί Κολωνώ
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 26/09/2017
Με τον Ὁιδίποδα επί Κολωνώ᾽ ο Σοφοκλής, όντας στη δύση τής ζωής του, συλλαμβάνει τη μετάσταση σε μία άλλη ‘περιοχή’ του τραγικού και μία αναχάραξη τών μεταφυσικών διαστάσεων τής έννοιάς του. Με τη διανοητική του μεστότητα ο ποιητής μεριμνά για την αποκατάσταση τού πολύπαθου ήρωά του που στέκεται στο κέντρο, μεταξύ τής υποκειμενικής αναμαρτησίας του και τής ετυμηγορίας τής θείας Δικαιοσύνης. Έχοντας διέλθει τη στενωπό τών παθών του, ο Οιδίποδας διεκδικεί το αξίωμα τού εκλεκτού τών θεών και μία θέση σε ανώτερη σφαίρα. Με το παράδειγμα τής αυτοτιμωρίας του, το υψηλό του φρόνημα και το κεκτημένο τής αυτεπίγνωσης συγκαταλέγεται πλέον μεταξύ τών ηρώων, έτσι που η απώλεια τής επίγειας εξουσίας του να αντισταθμίζεται με μία άλλη, αυτή τη φορά πνευματική, που θα ελέγχει όλους όσους εγκαταλείπει πίσω του.
Ο Σοφοκλής, στο κύκνειο άσμα του αφουγκράζεται τη φωνή μίας νέας θεολογίας που έρχεται από το μακρινό μέλλον, κατατρύχεται από την αγωνία τής υστεροφημίας, υπαινισσόμενος ανοιχτά και τη δική του, αποτίει φόρο τιμής στην αγαπημένη του Αθήνα, θυμοσοφεί με ορθοφροσύνη και ετοιμάζεται για το μεγάλο του ταξίδι σφραγίζοντας το μεγαλείο τής χρυσής εποχής τής τέχνης του.
Η παράσταση σε σκηνοθεσία Στ. Τσακίρη πρότεινε μία αφηγηματικότητα με τρόπο που να φωτίζει σχολιαστικά έναν παρατιθέμενο, δίκην παραβολής, μύθο. Παρά τα στιβαρά συστατικά τής παράστασης (μετάφραση, δραματουργική επεξεργασία, μελοποιία), το αποτέλεσμα, ως συνδυασμός όλων αυτών, κατακύλισε σε μία αισθητική όπου η δωρικότητα μετατράπηκε σε απροσδιοριστία, η ‘ὄψις᾽ κατακερματίστηκε σε ακαλαίσθητες μονάδες, οι υποκριτικές, χωρίς κοινό κέντρο βάρους, συμφύρθηκαν ανερμάτιστα. Ο Κ. Καζάκος κατέθεσε έναν Οιδίποδα με πνευματικό κύρος, δαημοσύνη, στιβαρότητα και ατσάλινη κρίση στους ῾αγώνες᾽ με τον Κρέοντα και τον Πολυνείκη, αλλά και με πρόδηλη εφεκτικότητα και εσωτερική ακαμψία τη στιγμή που καλείται να αφήσει τα εγκόσμια, ενώ ο αφηγητής τού Δ. Λιγνάδη, κινητήριος μοχλός τού δράματος και μεσάζοντας μεταξύ μύθου και κοινού, λειτούργησε ως μία ενδιαφέρουσα εγκάρσια τομή την οποία, ωστόσο, απίσχνανε η γενικότερη συνθήκη στην ορχήστρα.