Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Νυχιάνγκ

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 21/05/2022

Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη για την παράσταση του έργου “Νυχιάνγκ” της Ευαγγελίας Γατσωτή, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, στο Θέατρο Πορεία.

Είναι προς τιμήν σκηνοθετών εγνωσμένου κύρους να στρέφουν απροκατάληπτα την προσοχή τους στους νέους δραματουργούς, να αφουγκράζονται τις ανησυχίες τους και να μετακενώνουν τους προβληματισμούς τους μέσα σε ολοκληρωμένες σκηνικές δημιουργίες. Πόσω μάλλον όταν ο εκάστοτε σκηνοθέτης, προκειμένου να συλλάβει το σφυγμό μιας άλλης γενιάς, οφείλει να προσαρμόσει την κλίμακα θεώρησης των πραγμάτων, να εισχωρήσει σε επιμέρους πεδία ανάγνωσης και θέασης, να συμφιλιωθεί με νέα αφηγήματα, ώστε να αποδειχθεί εν τέλει, ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος, νικητής σε μια διαδικασία ενσυναίσθησης.

Ο Δημήτρης Τάρλοου προσέγγισε το έργο της Ευαγγελίας Γατσωτή «Νυχιάγκ» με ένα σχεδόν πατρικό ενδιαφέρον, αλλά, και την ίδια στιγμή, συνομίλησε μαζί του με όρους ισοτιμίας ως προς την πρόσληψη του ύφους και την κατανόηση. Η αφαιρετική γραμμή της σκηνοθεσίας σε ένα έργο που λαμβάνει χώρα εντός ενός ενεργειακά συμπιεσμένου χώρου (που ανακαλεί κάτι από το πιντερικό δωμάτιο και την έξωθεν απειλή) και εκκινεί από την τυπική απεικόνιση μιας καθημερινής εμπειρίας (μια συνεδρία περιποίησης νυχιών) για να καταλήξει σε μια αρένα δαιδαλωδών, σκοτεινών συγκρούσεων με φροϋδικές απολήξεις, λειτούργησε αποκαλυπτικά. Κατ’αναλογία, η σκηνογραφική σύλληψη του απέριττου χώρου της Θάλειας Μέλισσα και ο ενδυματολογικός κώδικας του Αλέξανδρου Γαρνάβου προσέδωσαν στο περιβάλλον μια αύρα τελετουργίας, κατά την οποία η ενδοσκόπηση, το φιλτράρισμα των βιωμάτων και η εκρηκτική, όσο και λύτρωτική, ένωση με τον κόσμο του υποσυνείδητου συμπύκνωσαν ένα μεστό περιεχόμενο. Αλλά και οι φωτιστικές δημιουργίες του Αλέκου Αναστασίου «μετέφρασαν» τις εσωτερικές διαθέσεις σε αποχρώσεις, οριοθετώντας τα στάδια της εξαντλητικής, μέσα από τις προσωπικές εξομολογήσεις, αναμέτρησης των δύο προσώπων.

 Η Αλεξία Καλτσίκη, ενδυόμενη ένα μυστηριακό μαγνητισμό, παραδίδει μια ερμηνεία παρατηρητική και σκεπτόμενη, με επίγνωση της βραδυφλεγούς ρυθμικής που οδηγεί στις κορυφώσεις. Στον αντίποδα, η Θάλεια Σταματέλου, καλούμενη να αποτυπώσει μια σύγχρονη, αναγνωρίσιμη νεανική περσόνα, εγκολπώνεται με επάρκεια τη σημειολογία μιας αντίστοιχης κουλτούρας παρουσίας (φυσιογνωμία αντιδράσεων, προσωδιακά χαρακτηριστικά, στυλιστική εμφάνιση).

  Τέλος, ένα γενικό σχόλιο αναφορικά με πολλούς νέους δραματουργούς: το κεντρικό διακύβευμα παραμένει ο ισοκαταμερισμός και η στάθμιση των αναφορών τους, η προσεκτική χρήση καταγωγικών υλικών του θεάτρου, η επιλεκτικότητα ως προς το τι είναι δραματικά ενεργό και τι όχι, ο μετριασμός του περιγραφικού παροξυσμού και της τηλεοπτικής αισθητικής στις διατυπώσεις και η αποφυγή των ασύμμετρων μεταβάσεων από την οριζόντια ηθογραφία σε ειδολογικές περιοχές, όπου η έννοια της κατάστασης μονώνεται από μια στιβαρή αρχιτεκτονική στοχασμού και λόγου.