
Κριτική Θεάτρου | Νεκρή ζώνη
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 22/12/2017
Ένα ζήτημα που απασχολεί την απόδοση των Πιντερικών έργων είναι η διαχείριση του ρεαλιστικού στοιχείου τους και του τι αυτό σηματοδοτεί.
Ο ρεαλισμός στον Πίντερ κινείται αντιστικτικά με το παράλογο, χωρίς ωστόσο το ένα συστατικό να ακυρώνει το άλλο. Συνιστά, επί της ουσίας, τη στέρεη βάση απεικόνισης μιας αληθοφανούς συνθήκης, ένα, κατ’αρχάς, κοινό και αναγνωρίσιμο πλαίσιο, με γνώμονα τη μέση αντίληψη, για το πως συστήνεται και προσλαμβάνεται η πραγματικότητα. Προοδευτικά, όσο πιο οικεία καθίσταται αυτή η πραγματικότητα τόσο πιο σύνθετη αποκαλύπτεται. Καθώς καλούμαστε να ανασύρουμε στην επιφάνεια τις όποιες δυνατότητες και πιθανότητες την ορίζουν, τόσο περισσότερο επιτείνεται η ακαθοριστία της. Αυτό που διαχωρίζει τον Πίντερ από τους παραδοσιακούς ρεαλιστές είναι, ακριβώς, ότι δεν επιχειρεί να επιβάλει καμία λύση ή να διαμορφώσει μια καλοσχηματισμένη ηθική γύρω από καταστάσεις ή και τα κίνητρα των προσώπων. Αυτό και μόνο το γεγονός θα αποτελούσε παραχάραξη της πραγματικότητας και υπονόμευσή της, και, ίσως, είναι και ο λόγος για τον οποίο υπεραμύνεται του ρεαλισμού του, ως άπεφθου, σε σχέση με τον κλασικό “κοινωνικό ρεαλισμό”. Αλλά ούτε και για τα πρόσωπα κατοχυρώνει το προνόμιο της εγκυρότητας από το κατά πόσο κάποια από αυτά εμφανίζονται περισσότερο πειστικά σε σχέση με ορισμένα άλλα, των οποίων τα κίνητρα παραμένουν ασαφή και οι εμπειρίες συγκεχυμένες και διφορούμενες. Ούτε ακόμα διεκδικεί την απόλυτη αλήθεια και γνώση για τις διαχρονικά ερμητικά κλειστές πτυχές της ζωής, για προβλήματα που παραμένουν άλυτα ή ορισμένα άλλα που δεν επιδέχονται καν λύση. Υπό αυτή την έννοια, η δραματουργία του προσδιορίζεται από συστατικά που αναμένουν πάντα την εξακρίβωση και την “επαλήθευση” τους.
Εδώ ο ρεαλισμός, τόσο σε επίπεδο σημειολογίας όσο και σε γλωσσικό κώδικα, αντανακλά το υπαρξιακό αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου. Διαλείπουσες επικοινωνίες, ασύνδετοι διάλογοι, μηρυκασμοί και ασυνταξίες συνθέτουν ένα ηχητικό φάσμα που μεταφέρει περισσότερο ένα ακουστικό μικροσύμπαν παρά μια λογική ακολουθία, αναδίδοντας μια μουσικότητα λόγου, που κατισχύει του όποιου αυστηρού νοηματικά επεξεργασμένου φορτίου. Παράλληλα, επανέρχεται πεισματικά το Leitmotiv της συγκρουσιακής σχέσης ανθρώπου-κόσμου, του εγγενούς φόβου και της σοβούσας απειλής για την τυχόν έξωθεν εισβολή, πέρα από τα στεγανά του “εγώ” ή του περίκλειστου χώρου.
Αντίστοιχα, ο ρεαλισμός στον Πίντερ δεν είναι άσχετος και με την αντίληψη ότι η τραγωδία του ανθρώπου συναντιέται με την κωμικότητα. Πρόσωπα με απροσδιοριστίες προέλευσης, επιλεκτική ή ασθενική μνήμη, θολά όνειρα, μετέωρες φιλοδοξίες και αυταπάτες αποκτούν μια αρκούντως διογκωμένη και, άρα, φαιδρή όψη.
Στην περίπτωση της “Νεκρής ζώνης”, πολύ κοντά στην αλληγορία και με σαφώς πιο αδρά χαρακτηριστικά διευθέτησης του παραληρηματικού, νευρωτικού λόγου, τα όρια με τον ρεαλισμό γίνονται σαφώς πιο εύπλαστα. Ο Χιρστ και ο Σπούνερ στην ιδιότυπη, εξαντλητική και γεμάτη ανατροπές συνάντησή τους, καλούνται να συντονιστούν με την τρομακτική αμηχανία ενός παραμορφωτικού ακίνητου χρόνου. Στις επίμονες συζητήσεις τους θα διατρέξουν όλο το φάσμα, από τις αβρότητες, τις αψιμαχίες και τις αναμνήσεις για να καταλήξουν και πάλι στη λήθη και στην αδυναμία να ανακαλύψουν οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να τους απασχολήσει στο μέλλον.
Η παράσταση στο θέατρο Θησείον (σκηνοθεσία Κ. Φιλίππογλου) επενδύει ανοιχτά και απροσχημάτιστα σε ένα σκηνικό φαντασιακό τοπίο, που δεν προκύπτει από τους συσχετισμούς του Πιντερικού λόγου, αλλά κομίζεται εξ αρχής ως αισθητική συνθήκη. Η ανεστραμμένη οπίσθια όψη, χωρίς κωδικοποιημένο ρεαλιστικό σαρκίο, δίνει έντονη την αίσθηση μιας κατάδυσης στον εσωτερικό φλοιό του Πιντερικού παραλόγου, σε εκείνο το μεσοδιάστημα, όπου όλα είναι εξίσου πιθανά και απίθανα, ζωντανά και θνησιμαία.
Ο Χιρστ του Γιώργου Αρμένη αναδεικνύει μια ενδιαφέρουσα, πλαστική και ελεγχόμενη σωματικότητα, που λειτουργεί και “αρθρώνει” σαν άλλη παράλληλη γλώσσα, ενώ υπηρετεί με ακρίβεια, χωρίς υπέρβαση των τονικών ορίων, τη ρυθμική και τους εγκάρσιους στροβιλισμούς του λόγου, ειδικά στον μονολόγο όπου επιχειρεί να ανακαλέσει τη μνήμη του.
Ο Σπούνερ του Αλέκου Συσσοβίτη εμφανίζεται ώριμα φλεγματικός, σκεπτόμενος και με επίγνωση της διάνοιας του λόγου, ουσιαστικά γλαφυρός και επαρκώς συντονισμένος στη νευρώδη στιχομυθία της α’ πράξης με τον Χιρστ, αλλά και με στιβαρή τιθάσσευση της λέξης στους τελευταίους μεγάλους μονολόγους της β’ πράξης.
Ο Αντώνης Καρυστινός, ως Φόστερ, δίνει μία εξόχως συγχρονισμένη και αυτεοελεγχόμενη ερμηνεία, που κυμαίνεται ανάμεσα στην κλοουνερί και τον αυτοσχεδιασμό, την ακριβή κατακράτηση και αποσυμπίεση της ενέργειας, ενώ ο Μπριγκς του Γιάννη Στεφόπουλου επιβάλλει την απειλητική του αύρα με στοχευμένη κίνηση και έκφραση και σκηνική συναίσθηση του χώρου και του χρόνου που του αναλογεί.
[ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της Παράστασης]
Μετάφραση: Αντώνης Πέρης
Σκηνοθεσία: Κώστας Φιλίππογλου
Συν-σκηνοθεσία: Γιώτα Σερεμέτη
Σκηνικά – κοστούμια: Όλγα Μπρούμα
Βοηθός σκηνογράφου: Σίλια Κόη
Επιμέλεια κίνησης: Κατερίνα Φωτιάδη
Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας
Video: Ηλίας Μόσχοβας, Πάνος Οικονόμου
Art direction: Όλγα Μπρούμα
Παραγωγή: FAUST / Μανόλης Σάρδης-PRO4
Παίζουν: Γιώργος Αρμένης, Αλέκος Συσσοβίτης, Αντώνης Καρυστινός, Γιάννης Στεφόπουλος
«Θησείον, ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ