
Κριτική Θεάτρου | Μετά την πρόβα
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 29/04/2018
Ο Ίνγκμαρ Μπέρκμαν (1918-2007) σφυρηλάτησε τη σχέση του με τη δραματουργία του Στρίντμπεργκ αξιοποιώντας την παρακαταθήκη που άφησε ο βετεράνος σκηνοθέτης και ηθοποιός Ούλαφ Μολάντερ στο Βασιλικό Θέατρο της Στοκχόλμης. Ο τελευταίος ήταν που αρχικά συνέβαλε στην απο-υλικοποίηση των στριντμπεργκικών έργων, κατά τις επιταγές του ίδιου του συγγραφέα, σύγχρονού του και συνεργάτη του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο Μπέργκμαν υιοθέτησε την καθαρότητα, τη σαφήνεια και την απλότητα τόσο σε επίπεδο ερμηνείας (εκφράσεων προσώπου και κίνησης) όσο και σε επίπεδο σκηνογραφίας και φωτισμών. Μια καθαρότητα απαλλαγμένη από τις ακρότητες και τις περιγραφικές υπερβολές του νατουραλισμού αλλά και τις ασάφειες του συμβολισμού. Το “Ονειρόδραμα” του Στρίντμπεργκ, καλλιτεχνικός θρίαμβος του Μολάντερ, αποτέλεσε και δικό του προσωπικό στοίχημα για τέσσερις φορές.
Με αφετηρία αυτό το έργο και τη συμπυκνωμένη εμπειρία γύρω από την προετοιμασία του, καταφεύγει στη σύνθεση του “Μετά την πρόβα”. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ιδιότυπο σκηνικό δοκίμιο περί τέχνης και ζωής στις περίπλοκες και ακανθώδεις συναρμογές αυτών των δύο, με κοινό παρονομαστή την ακτινοσκοπική παρατήρηση για τις αντιδράσεις της βόρειας λουθηρανής βασανισμένης ψυχής.
Δύο στοιχεία έρχονται αντιμέτωπα σε μια αντιστικτικά δομημένη πάλη: χαρακτήρες σε εμπύρετη κατάσταση ή βυθισμένοι σε ένα υπνωτιστικό φλέγμα κι ένας λόγος ωμός, χωρίς καμπύλες, με ρεαλιστικές οξύτητες και με μια σχεδόν ημερολογιακή αυστηρότητα.
Ο σκηνοθέτης Βόλγκερ, η ηθοποιός Άννα και το φάντασμα της νεκρής μητέρας της Ράκελ, που εισέρχεται στον χώρο φαινομενικά σαν εμβόλιμο ιντερλούδιο, για να καταλήξει να δονεί με την ηχώ του παρελθόντος το στερέωμα του παρόντος χρόνου, συνθέτουν ένα τρίγωνο έμπλεο ενοχών, οργής, απωθημένων και ψευδαισθήσεων μέσα στην ερμητικότητα του “εγώ”, ένα σύμπαν χωρίς ηχογόνες και εντυπωσιοθηρικές παροξυσμικές εντάσεις αλλά υπόκωφες και αργά εξαντλητικές.
Αυτή η διαλεκτική, διάσπαρτη από θέσεις, εμπειρίες, διαπιστώσεις, καλλιτεχνικά αξιώματα ή προσωπικές διαψεύσεις λαμβάνει χώρα σε εκείνη την περιοχή του χρόνου, όπου ο άνθρωπος από την έμφυτη τάση του να ενδύεται τους ρόλους του, μια διαδικασία με πρόσημο ηθικό, μεταβαίνει στο αισθητικό στάδιο, όπου διασταυρώνεται με την ατομικότητά του μακριά από τη γενικότητα μιας αναπαράστασης. Σε αυτό ακριβώς το χωροχρονικό πεδίο καλούνται τα πρόσωπα να αποκαλύψουν τη μύχια φύση τους, να ξεδιπλώσουν τα πάθη τους, τις τραυματικές εμπειρίες και τα πληγωμένα ένστικτά τους. Εκκινώντας από μια αυτοβιογραφική κατηγορηματικότητα, και διερχόμενος από την περιγραφική πεζότητα, ο Μπέργκμαν ανεβάζει τη θερμοκρασία μέσα στους κλυδωνισμούς της ασπαίρουσας, ασύμπτωτης ψυχής, που συνθλίβεται μέσα στο σκοτεινό της κέλυφος.
Ο Μπέργκμαν, παραδοσιακά, έβλεπε την παράσταση σαν μια παρτιτούρα προεξάρχοντος του ρυθμού και με τις δυναμικές και τις αποχρώσεις μιας μουσικής σκηνικής αντίληψης, τα πρόσωπά του εκτίθεται προς το Κοινό, θεατά και πρόσφορα για αποκωδικοποίηση, τα σώματα κινούνται στο χώρο με πλαστικότητα και ευκρίνεια, η λιτότητα δεν παραπέμπει στην ψυχρότητα και όλα διέρχονται από τη βαθιά κατανόηση του ψυχικού βάθους του βόρειου ανθρώπου. Τίποτα από αυτά τα δομικά υλικά του μπεργκμανικού ιδιώματος δεν αποκρυσταλλώθηκε στην παράσταση του Θεάτρου οδού Κυκλάδων (σκηνοθεσία Περικλή Μουστάκη). Η φλεγματικότητα ταυτίστηκε με την παθητικότητα, η ασυμβατότητα του συγκεκριμένου χώρου με το έργο στερούσε το στοιχείο της έκθεσης και της όψης, η ρυθμικότητα μεταβαλλόταν σε αφασικό χρόνο, η εκδίπλωση των χαρακτήρων ενείχε σπασμωδικότητες και οι μεταξύ τους σχέσεις αποδείχθηκαν ασύμμετρες.
Η Ράκελ της Μαρίας Ναυπλιώτου κατόρθωσε να μεταφέρει τα ρίγη του θρυμματισμένου ψυχισμού και την κλινική συμπτωματολογία του κατατρυχόμενου από ενοχές και ματαιώσεις νευρωτικού ατόμου χωρίς, ωστόσο, να αποφεύγει στοιχεία από στερεότυπες υποκριτικές παλέτες της νεόκοπης εκδοχής του ψυχολογικού θεάτρου, που στερούν εκείνο το “κενό αέρος”, την ατμόσφαιρα σε σχεδόν συνθήκες έλλειψης βαρύτητας, που διαμορφώνουν τη σχέση του βόρειου ανθρώπου με τον χώρο, τον ήχο, την περίπλοκη σουρντίνα της ψυχικής εκδήλωσης.
Η Πηνελόπη Τσιλίκα, ως Άννα, υπηρέτησε ένα σχηματοποιημένο και κωδικοποιημένο προφίλ, στο οποίο η “υγρασία” κάποιων εκφράσεων ή οι εξίσου κλισαρισμένοι τονισμοί και οι εκφορές διαμόρφωσαν μια ισόπεδη υποκριτική “επιφάνεια”, χωρίς ευδιάκριτη συνοχή με τα λοιπά πρόσωπα και με την εναλλαγή μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
Σε αυτή ακριβώς την εναλλαγή ο Περικλής Μουστάκης, ως Βόλγκερ, παρέμεινε εδραιωμένος σε μια πανομοιότυπη πρόσληψη, χωρίς τον ηλεκτρισμό μιας μέθεξης στο μεταφυσικό τοπίο και με μια μονολιθικότητα, ως επιφατική ερμηνεία ενός ακραίου διανοητικισμού. Τέλος, η σκηνογραφία (Νίκη Ψυχογιού) του απολύτως χρηστικού και της αφαίρεσης εγκιβώτισε το όλο εγχείρημα σε ένα, αισθητικά, πιο συμβατό σκηνικό πλαίσιο σε σχέση με τον Μπέργκμαν.
[ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της Παράστασης]
Μετάφραση: Χρήστος Μαρσέλλος
Σκηνοθεσία: Περικλής Μουστάκης
Δραματουργική συνεργασία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Σκηνικά- Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθοί σκηνοθέτη: Γκέλλυ Πεντεφούντη, Νίκος Χαλδαιάκης
Ερμηνεύουν:
Περικλής Μουστάκης (Χένρικ Βόγκλερ)
Μαρία Ναυπλιώτου (Ράκελ)
Πηνελόπη Τσιλίκα (Άννα Έγκερμαν)
Αγόρι: Σπύρος Γουλιέλμος / Άγγελος Τσενέκος
Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής