
Κριτική Θεάτρου | Καμπαρέ
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 03/03/2018
To 1929 o Κρίστοφερ Ίσεργουντ ταξιδεύει στο Βερολίνο για να επισκεφθεί τον παλιό του συμμαθητή, συνεργάτη και εραστή του Ουίσταν Ώντεν. Η πόλη ζει τις τελευταίες αναλαμπές της πολιτιστικής έξαρσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μια περίοδος όπου η έκρηξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της πρωτοπορίας συμβάδιζε με ένα ραγδαίο κοινωνικό και πολιτικό εκφυλισμό: ταξικές ανισότητες, υπέρμετρος πληθωρισμός, ανεργία, εγκληματικότητα, αλλεπάλληλες διαδηλώσεις και απεργίες και στο βάθος ο Εθνικοσοσιαλισμός να υφαίνει αργά και σταθερά τα δίχτυα της δολερής ρητορικής του την ίδια στιγμή που οι διάσπαρτοι πυρήνες των κομμουνιστών διεκδικούσαν τον έλεγχο της πολιτικής σκηνής.
Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα της κρίσης, όπου αριβισμός και ηθική αποχαλίνωση ανθούν, ο Ίσεργουντ θα εκστασιαστεί. Μακριά από τον συντηρητισμό της βρετανικής αστικής ζωής θα βρει τον φυσικό χώρο τόσο για έμπνευση όσο και για την ικανοποίηση της βουλιμικής σεξουαλικότητάς του. Παράλληλα με τον Ώντεν, θα συνδεθεί με τον νεαρό Χάινζ Νέντερμαγιερ, με τον οποίο θα ταξιδέψει στην Ν. Ευρώπη (μέχρι και στην Ελλάδα) και τη Βόρεια Αφρική σε μια προσπάθεια να προστατεύσει τον παράνομο δεσμό του από τις πρώτες διώξεις των νεοπαγών ναζιστικών μονάδων κρούσης. [Ο Νέντερμαγιερ τελικά θα συλληφθεί στο Λουξεμβούργο και θα καταδικαστεί σε καταναγκαστικά έργα, ευτυχώς όχι για πολύ, μέχρις ότου απελευθερωθεί και αναγκαστεί να παντρευτεί ως νομοταγής πολίτης του Γ’ Ράιχ].
Στο Βερολίνο ο Ίσεργουντ θα μοιραστεί το ίδιο πανδοχείο με μια εκκεντρική αρτίστα του καμπαρέ, την Τζην Ίρις Ρος Κόκμπυρν. Κόρη πλούσιου Σκωτσέζου στελέχους της Τράπεζας της Αιγύπτου, θα σκαρφιστεί το τέχνασμα μιας ψεύτικης εγκυμοσύνης για να αποδράσει από το ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον και το παρθεναγωγείο, και αφού θητεύσει για λίγο και χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις ως σπουδάστρια στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου, θα βρεθεί κι εκείνη στο Βερολίνο προς άγραν καριέρας στο χώρο του θεάματος. Μετά από μια μικρή συνεργασία με τον σπουδαίο Γερμανό σκηνοθέτη Μαξ Ράινχαρντ θα καταλήξει μοντέλο και τραγουδίστρια του καμπαρέ, ένα είδος που εκείνη την εποχή βρισκόταν στο απόγειό του, συνώνυμο με την καυστική σάτιρα, την ελευθεροστομία, την προκλητικότητα. Αργότερα, θα επιστρέψει και πάλι στην Αγγλία για να αναπτύξει πολιτική και ακτιβιστική δράση στις τάξεις του κομμουνιστικού κόμματος. Ο Ίσεργουντ θα εντυπωσιαστεί από την εκκεντρικότητά και το σοφιστικέ στυλ της Τζην, με τα βαμμένα πράσινα νύχια της, τα λεκιασμένα από τη νικοτίνη χέρια της, το χαρακτηριστικό σχήμα του προσώπου και τα εκφραστικά μάτια της και, βέβαια, από την ευκολία με την οποία αλλάζει ερωτικούς συντρόφους. Η Τζην Ίρις Ρος Κόκμπυρν θα αποτελέσει το πρόπλασμα για τη Σάλλυ Μπόουλς της ομώνυμης νουβέλας του, που αργότερα θα ενσωματωθεί στο “Αντίο στο Βερολίνο”, και μαζί με το “Ο κύριος Νόρρις αλλάζει τρένα” θα αποτελέσουν τη συλλογή “Βερολινέζικες ιστορίες”, μια σταχυολόγηση των έντονων εικόνων που είχαν εντυπωθεί στον συγγραφέα από εκείνη την εποχή.
Τη δεκαετία του ‘50 “Βερολινέζικες ιστορίες” θα πέσουν στα χέρια του θεατρικού συγγραφέα Τζον Βαν Ντρούτεν πυροδοτώντας την έμπνευσή του για το θεατρικό “Ι am a camera”, που ανέβηκε στο Broadway το 1955 και που, παρά τη μέτρια καλλιτεχνική επιτυχία του, η πρωταγωνίστριά του Τζούλι Χάρρις θα τύχει βραβείου Tony α’ γυναικείου ρόλου για την ενσάρκωση της Σάλλυ Μπόουλς.
Mια δεκαετία αργότερα, ο Χάρολντ Πρινς θα αναθέσει στον Τζο Μάστεροφ τη δημιουργία μιας μουσικής εκδοχής του έργου με τον τίτλο “Cabaret”. O συνθέτης Τζον Κάντερ θα χρειαστεί να εντρυφήσει στο μουσικό ιδίωμα των συνθετών του καμπαρέ και του σινεμά του Γερμανικού Μεσοπολέμου όπως του Φρίντρηχ Χολλάντερ, συνθέτη του “Γαλάζιου Άγγελου”, έτσι ώστε να έρθει πιο κοντά με την ιδιάζουσα γερμανική εκδοχή της τζαζ, ενώ ο Χάρολντ Πρινς θα εντάξει ως κεντρική φιγούρα και συνδετικό κρίκο των επεισοδίων του νέου έργου έναν χαρακτηριστικό τύπο μακιγιαρισμένου -κάτι ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα- κομφερασιέ, που θυμόταν πως εμφανιζόταν στο καμπαρέ Maxim της Στουτγκάρδης κατά τα χρόνια της εκεί παραμονής του κι ενόσω υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία.
Στην πρώτη παρουσίαση του έργου θα πρωταγωνιστεί μάλιστα και η Λόττε Λένυα, στον ρόλο της Φροϋλάιν Σνάϊντερ, που καθόλη τη διάρκεια της προετοιμασίας θα καθησυχάζει την αγωνία του Τζον Κάντερ πως οι συνθέσεις του δεν συνιστουν μίμηση της μουσικής του βετεράνου συνθέτη-και συζύγου της- Kurt Weill.
Κάπως έτσι γεννήθηκε το “Cabaret”, που έμελλε να κυριαρχήσει σαν ένα εμβληματικό μιούζικαλ. Στην πραγματικότητα, στον βαθμό που το έργο έλκει την καταγωγή του από το δραματουργικά ισχνό “Ι am a camera”, δεν μπορεί παρά να προδίδει ατέλειες και κενά στην οικοδόμηση χαρακτήρων και σκηνών. Το όλο αποτέλεσμα φαίνεται να διασώζει η ιδέα του Χάρολντ Πρινς να ενσωματωθεί η περσόνα του κομφερασιέ ή Master of Ceremonies, όπως αναφέρεται, στοιχείο που βοηθά να εκπέμπεται όλο το ύφος της εποχής δίνοντας, μέσα από έναν γκροτέσκ συμβολισμό, το κοινωνικοπολιτικό και αισθητικό της στίγμα. Αυτόν τον τύπο, στον οποίο κρεάρησε υποδειγματικά ο Τζόελ Γκρέυ και που ολοκλήρωσε στην ομώνυμη ταινία των 8 Όσκαρ, έχει γίνει διαχρονικά το στοίχημα για πολλούς καλλιτέχνες του μουσικού θεάτρου.
Στο θέατρο Παλλάς το “Cabaret” συναντιέται με ένα καστ δοκιμασμένων πρωταγωνιστών, μια σκηνοθετική γραμμή (σκηνοθεσία Σωτήρης Χατζάκης), που κρατά τα ηνία της σκηνικής οικονομίας και των ρυθμών και μια καλοκουρδισμένη ορχήστρα που σέβεται τα μουσικά trends της εποχής του έργου. Παρά το ότι απουσιάζει η χαρακτηριστική γυναικεία (ή αποτελούμενη από τραβεστί) ορχήστρα της σκηνικής οδηγίας και η πλαισίωση από στοιχεία, που ενδεχομένως να παρέπεμπαν σε μια πιο σκηνικά θερμή και πυκνή αποτύπωση του κλειστού παρακμιακού χώρου του γερμανικού καμπαρέ, χωρίς μεγαλόπρεπες χολλυγουντιανές κατασκευές (σκηνικά Μανώλης Παντελιδάκης), που διαχέουν και εν τέλει διαλύουν μια συμπιεσμένη, ηλεκτρισμένη ενέργεια που επιβάλλεται να γίνεται αισθητή, υποτάσσοντας έτσι τον δραματικό χώρο στον σκηνικό, και το γεγονός ακόμα ότι από το ασματικό οπλοστάσιο του έργου απουσιάζoυν κάποια τραγούδια, όπως το εσωτερικής δυναμικής “What You Would Do?”, το αποτέλεσμα δεν αποδεικνύεται αβασάνιστο, ούτε ρηχό. Μάλιστα τα μουσικά μέρη που λαμβάνουν χώρα φαίνεται ευδιάκριτα πως επέχουν θέση σύντομων αλλά περιεκτικών σκηνικών φλας που έρχονται να φωτίσουν και να “μεταφράσουν” την οπίσθια όψη των πραγμάτων παρά να φλυαρήσουν ή να λειτουργήσουν εντυπωσιοθηρικά.
Η παρουσία του Τάκη Ζαχαράτου στον επίμαχο ρόλο του κομφερασιέ επιτυγχάνει να επικοινωνήσει ότι πρόκειται για συμβολοποιημένο, κωδικοποιημένο τύπο με κρυφές σημάνσεις, που επωμίζεται να μεταφέρει την αντιφατικότητα και τις κακοδαιμονίες μιας ολόκληρης ιστορικής συγκυρίας και όχι να δηλώνει την παρουσία του σαν κοινός διασκεδαστής.
Περισσότερο εξωστρεφής για Γερμανό και δη οργανωμένου στις τάξεις του ναζισμού, παρά ευθυτενής και ανελαστικός, ο Ερνστ Λούντβιχ του Βασίλη Μπισμπίκη. Επαρκής σε έναν ασυμπαγή ρόλο χωρίς συναισθηματικό σκελετό ο Ευθύμης Ζησάκης ως Κλίφορντ και με τη ζέση μιας εσώτερης δόνησης ο Χερ Σούλτς του Τάσου Νούσια, ειδικά στη σκηνή της παραβολής που αντικαθιστά το τραγούδι “Meeskite”. Με μια αίσθηση ρεαλισμού και ψυχρής λογικής που αποκαλύπτει ζωηρά το αίσθημα μιας καλυμμένης σκοτεινής μελαγχολίας, της απόγνωσης και του φόβου η Φροϋλάιν Σνάιντερ της Κατερίνας Διδασκάλου, ακριβής και με σκηνική αντίληψη η Σάλλυ Μπόουλς της τραγουδίστριας Τάμτα, παρωχημένης ερμηνευτικής απόδοσης και με τυπικά κλισέ η Φροϋλάιν Κοστ της Δήμητρας Λημνιού.
Τέλος οι χορογραφίες (Δημήτρης Παπάζογλου) συστήνουν κλασικά σχήματα που έχουν ξαναδιατυπωθεί, πλην όμως ορθά σε συνάρτηση με το γενικότερο milieu, οι φωτισμοί (Λευτέρης Παυλόπουλος) ανάγλυφοι με όλη την γκάμα τόνων από την ύπουλη ειρωνεία μέχρι την πιο σκοτεινή εκδοχή του μπουρλέσκ ενώ τα κοστούμια (Άγγελος Μέντης) ακολουθούν κατά πόδας την εποχή χωρίς αισθητικές εκζητήσεις.
[
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της Παράστασης]
Πρωταγωνιστούσαν:
Τάκης Ζαχαράτος, Τάμτα, Κατερίνα Διδασκάλου,
Τάσος Νούσιας, Βασίλης Μπισμπίκης,
Ευθύμης Ζησάκης, Δήμητρα Λημνιού. .
Μαζί τους αλφαβητικά οι: Γιάννης Αθητάκης,
Ζωή Βατίστα, Δημήτρης Γαλάνης, Μαρία Γεροδήμου,
Νικόλαος Γκιούλης, Χριστίνα Ελληνοδέλη,
Μαριάννα Μαυριανού, Έλενα Μεντζέλου,
Δήμητρα Μεσιμερλή, Ελευθερία Παρασκευά,
Αλεξάνδρα Σημαντήρη, Νικόλαος Σιώζος, Εύα Σταμάτη,
Χριστίνα Τσούκαρη, Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος,
Ελεάννα Φινοκαλιώτη, Στράτος Χατζηδάκης.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
Χορογραφίες: Δημήτρης Παπάζογλου
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Στίχοι: Αφροδίτη Μάνου
Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Διεύθυνση Ορχήστρας – Ενορχήστρωση: Αλέξιος Πρίφτης
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Θέατρο Πάλλης