Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Καλιγούλας

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 02/03/2017

Το στοιχείο της διανοητικής κατάστασης του Καλιγούλα αποδεικνύεται για το ομώνυμο έργο  του Albert Camus (1913-1960) η λυδία λίθος της απόδοσής του και το κύριο μέσο ερμηνείας του παραλόγου, έτσι όπως το ορίζει ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας, ως σύγκρουση ανάμεσα στην ανάγκη του νου για συνοχή και στο χάος του κόσμου που ο νους συλλαμβάνει. Αν και o Patrice Pavis απορρίπτει την άμεση διασύνδεση των έργων του Camus με το παράλογο θεωρώντας, εντούτοις, τους ήρωές τους φιλοσοφικά φερέφωνά του, είναι αναγνωρίσιμη στη μεταμορφωτική διαδικασία του Καλιγούλα η δραστική επενέργειά του. 

Η MartineAgathe Coste στο πόνημά της «La Folie sur scène – Paris 1900-1968» (Ρublibook, 2004) διασαφηνίζει ότι «ο Καλιγούλας βιώνει το ασυνάρτητο του σύμπαντος και τις αδικίες του, αφυπνίζεται και αποδομεί τις ψευδαισθήσεις γύρω του αντικρίζοντας την αληθινή φύση των πραγμάτων.  Η φιλοσοφία του δεν επιδέχεται προσκόμματα, και υπό αυτή την έννοια δεν είναι τρελός. Η συμπεριφορά του δεν είναι παρά αποτέλεσμα ενός “παθητικού μηδενισμού”, που προκύπτει από την παραβίαση από τον άνθρωπο του παραλογισμού που διέπει τον κόσμο».

Στη β΄ σκηνή της β΄ πράξης ο ιδεολογικός αντίπαλος του Καλιγούλα, Χαιρέας, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεν είναι τόσο τρελός (ο Καλιγούλας). Και αυτό που μισώ πραγματικά είναι ότι ξέρει τι θέλει». Ουσιαστικά, έχοντας απαρνηθεί το νόημα τη ζωής και εξισώσει όλες τις πράξεις, εκείνο που πρωτίστως ο ιδεολόγος Καλιγούλας επιδιώκει είναι, όπως λέει ο Arnold Hinchliffe, «να φέρει τη δική του αλήθεια στο λογικό της πλήρωμα».

Στην παράσταση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά (σκηνοθεσία Αλίκης Δανέζη-Κνούτσεν) απουσιάζει κατ’ αρχάς μια σαφής γραμμή επάνω στη διανοητική κατάσταση του κεντρικού προσώπου. Ο Γιάννης Στάνκογλου παραδίδει ένα διερχόμενο από ετερόκλητες ερμηνευτικές οδούς Καλιγούλα, επικαλούμενος άλλοτε συμπτώματα τυπικής κλινικής περίπτωσης και άλλοτε αντιδράσεις μιας εμβριθούς στοχαστικής φύσης. Και αν η καμική εκδοχή αφορά μια «ανώτερη αυτοκτονία», λείπει αυτό ακριβώς: το κύρος μιας ατόφιας υπερβατικής ιδεολογικής τοποθέτησης, γεγονός που υποβιβάζει το διανοητικό φάσμα σε κατάσταση, συμπαρασύροντας όλη την υφέρπουσα σκοτεινή γοητεία του τραγικού.

Ο Χαιρέας του Ιερώνυμου Καλετσάνου με υπερβολική πλαστικότητα κινήσεων στερεί τον αναγκαίο ευθυτενή χαρακτήρα του ιδεολογικού αντίπαλου δέους, ενώ η, σύμφωνα με την οδηγία του Camus, ερμηνευτική ουδετερότητα «κλειδώνει» υποδειγματικά στις υποκριτικές δεξιότητες της Σεζόνιας-Θεοδώρας Τζήμου. Σπασμωδικός ως Σκιπίωνας ο Κώστας Νικούλι στις συγκρούσεις του ανάμεσα στην «αγνότητά του για το Καλό» και την «αγνότητα» για το Κακό, που εκπροσωπεί ο μέντοράς του Καλιγούλας, με δωρικό σκηνικό σθένος ο Ελικώνιος του Μιχάλη Afolayan και, γενικά, ώριμα σταθμισμένες οι ερμηνείες από τους υπόλοιπους του θιάσου.

Οριακής λειτουργικότητας η «μεγερχολντική» σκηνική κατασκευή (Πάρις Μέξης) υπό τη σκέπη ευκρινών φωτιστικών συμβολισμών (Αλέκος Γιάνναρος), ενίοτε παράταιρα παρεμβατική η μουσική σύνθεση (Blaine Reininger) και με όλη τη «ρώμη» των φιλοσοφικών στοχασμών αλλά και τους λυρικούς χυμούς του ρομαντικού δράματος η μετάφραση του κειμένου από την Φρανσουάζ Αρβανίτη.