Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Καζιμίρ και Καρολίνα

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 22/03/2016

Από δύσκολο δρόμο έχει διέλθει το Καζιμίρ και Καρολίνα του Cartel στο Βοτανικό. Ο κ. Δημοσθένης Παπαδόπουλος κρατά, ως κοινό παρανομαστή, την πικρή ειρωνεία και το σαρκαστικό κυνισμό του Χόρβατ για να μιλήσει στο ελληνικό κοινό της τρέχουσας κρίσιμης συγκυρίας “στον ενικό”. Η ιστορία άλλωστε επαναλαμβάνεται με ανατριχιαστική ακρίβεια και τα θύματα είναι σχεδόν πάντα τα ίδια. Aλλάζει μόνο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Έτσι το μοιραίο ζευγάρι, ο Καζιμίρ και η Καρολίνα, που δοκιμάζεται μέσα στη δίνη της ανεργίας, της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της βίας φαντάζει μια εφιαλτική ηχώ από το μακρινό παρελθόν και παίρνει μορφή στο σήμερα. Σε ένα περιβάλλον εκκωφαντικών ψευδαισθήσεων το κυνήγι ενός ταπεινού όσο και άπιαστου ονείρου γίνεται η επιτομή του σύγχρονου ελληνικού δράματος. Εδώ η τραγωδία εναγκαλίζεται την παράκρουση και τον εξευτελισμό. Στο τέλος όλοι αποκαμωμένοι από τις ατελέσφορες αναζητήσεις τους παραδίδονται στο τυχαίο και την απάθεια, προανακρούσματα ενός πλανώμενου ψυχικού θανάτου.

Πάνω στους γεωμετρικούς σχηματισμούς από τα καφάσια της ζυθοποιίας Βεργίνα, καθώς οι τροχήλατες πλατφόρμες του αποθηκευτικού χώρου του Cartel περιστρέφονται δημιουργώντας ένα θέατρο εν θεάτρω (σκηνικά Kenny MacLellan), οι αντιήρωες του Χόρβατ, μαζί πρωταγωνιστές και θεατές του προσωπικού τους δράματος και αδιεξόδου, συνομιλούν, υπαινίσσονται, ψεύδονται, συγκρούονται σε μια άνιση μάχη μεταξύ εναλλάξ ακαριαίων εκλάμψεων συνειδητού και υποσυνείδητου. Η σκοτεινά ευφρόσυνη διάθεση τέμνεται με τις πυκνές παύσεις της χορβατικής σκηνικής ατμόσφαιρας, οι μεγαλόσχημες ουτοπίες και οι σαδιστικές εξάρσεις των προσώπων με τον αφασικό, ελλειπτικό ή άλλοτε βερμπαλιστικό λόγο, όλα υποταγμένα στη λειτουργία μιας “εύγλωττης σιωπής”.

Ο Καζιμίρ του κου Βασίλη Μπισμπίκη, οχληρά εξωστρεφής σε βαθμό που η θεατρικότητα εκείνη του λόγου που μεταφράζει και νοηματοδοτεί άλλοτε εκλείπει και άλλοτε γίνεται υπερβάλλουσα και συσκοτίζει. Προς το τέλος υιοθετεί έναν αρκούντως αποσυμπιεστικό τόνο που τον αποζημιώνει. Η Καρολίνα της κας Ευτυχίας Γιακουμή με συμπαγή την υποκριτική δυναμική του ρόλου, “παίζει” επιδέξια με τις συχνότητες του ενδιάθετου λόγου και μεταμορφώνεται σε ένα γοητευτικά κυνικό παιδί που ονειρεύεται με αφέλεια, υποκρίνεται ασυνείδητα όσο και χαριτωμένα, σπαράσσεται από το αδηφάγο άγνωστο, ευτελίζεται και στο τέλος παραδίδεται στον άνευ όρων συμβιβασμό. Ο Ευγένιος του κου Παναγιώτη Σούλη περνά με ευελιξία από την παθητικότητα στον οπορτουνισμό πλέκοντας πίσω από τη φλεγματική παρουσία του τη συγκεχυμένη, αντιφατική φύση του. Ο Φραντς του κου Ιάσονα Παπαματθαίου διαθέτει τις αιχμηρές πτυχές του ανθρώπου που παρασιτίζεται από την παρανομία και τη χρήση βίας, με την οποία συνδέεται υπαρξιακά και ελλείψει της οποίας παύει να υφίσταται. Σκιώδης παρουσία, έκθετη στην ωμή κτητικότητα και τον εκμηδενισμό η Έρνα της κας Μαρίας Σκαφτούρα, τραγική φιγούρα όσο και ειρωνικό σχόλιο για τη συνείδηση που αντιδρά και τελικά συνθηκολογεί. Με λεπτή κωμική ματιά ο Ράουχ του κου Στέλιου Τυριακίδη, πρότυπο του κόσμου της εκμετάλλευσης που βλέπει τις ζωές των αδυνάτων ως τερπνά ιντερμέδια ατομικής επιβεβαίωσης. Συγκρατημένα γκροτέσκ ο Σπέερ του κου Μάνου Καζαμία, ο έτερος πόλος του κόσμου της έκλυσης των ηθών και εύστοχες οι παρουσίες των Ελεωνόρα Αντωνιάδου και Ιουστίνα Μάτσιασεκ, ως δείγματα τελικού σταδίου ανθρώπινου ξεπεσμού.

Τα φώτα (κ. Βασίλης Μπιρμπίλης) ακολουθούν κατά πόδας τις αντινομίες και το ανακόλουθο των χαρακτήρων, ζωντανεύουν τις ευφάνταστα καταθλιπτικές και διαπεραστικά παγερές ψυχολογικές ατμόσφαιρες, και υπαγορεύουν το λόγο που κάθε φορά είτε λείπει είτε περισσεύει. Χαρακτηριστικό το ηχητικό εφέ που δίνει την αίσθηση του αμείλικτου όσο και λυτρωτικού χρόνου που υπερίπταται των πάντων.