
Κριτική Θεάτρου | Η αρρώστια της νιότης
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 11/10/2016
Ο Μπρούκνερ θεωρείται επίγονος του εξπρεσιονισμού παρότι αρχίζει να δρα δραματουργικά όταν ήδη πια έχει κάνει την εμφάνισή της η “Νέα Αντικειμενικότητα”. Άλλωστε, ο εξπρεσιονισμός στην ιστορία του θεάτρου -από τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. και ακόμη μέχρι και σήμερα- είναι περισσότερο ένα σύνολο εργαλείων και τεχνικών με χρήση και λειτουργία κατά το δοκούν παρά μια αποκρυσταλλωμένη σχολή. Έτσι, ο Μπρούκνερ, όπως και ο φίλος του Χόρβατ, δανείζεται από τον εξπρεσιονισμό τη βασική λειτουργία της αποτύπωσης της εσωτερικής “κραυγής” (Skrik) του ατόμου (κατά το πρότυπο του πίνακα του Μουνκ) από τη σύγκρουσή του με την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, αντιστρέφοντας τη θέση του προβολέα και δείχνοντας μια εκ των ένδον υποκειμενικότητα.
Τα έργα του, γνήσια δράματα της επικαιρότητας (Zeitstück) χαρακτηρίζονται από αιχμηρούς διαλόγους με ψυχαναλυτική δυναμική και φιλοσοφική εμβρίθεια και διαθέτουν εκείνη την τυπική, καθαρή και συνάμα συνθετική μορφή χωρίς παραμορφωτικές αμβλύνσεις. Η “Αρρώστια της Νιότης”, το πρώτο του έργο (1926), επικεντρώνεται στα αδιέξοδα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη η νέα γενιά διερχόμενη από μια ιστορική περίοδο βαθειάς κρίσης πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και πρωτίστως αξιακής, που εκκολάπτει αργά και σταθερά το “αυγό του φιδιού” μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και πριν την έναρξη του Β’. Με μια αφοπλιστική αθωωότητα που συμπλέκεται τόσο παράταιρα όσο και επιδέξια με τον κυνισμό και την ψυχολογική βία, οι νέοι φιλοσοφούν και στοχάζονται με θαυμαστή βαθύνοια και περίτεχνη ευφράδεια αλλά και σύρονται ανεξέλεγκτα στο χάος μιας εποχής από την οποία δεν έχουν τίποτε να περιμένουν. Σκληρότητα, προδοσίες, εθισμοί, μηδενισμός συνυφαίνονται με τη νεανική ορμή και την οξύτητα της σκέψης, τα τραχιά ένστικτα εναλλάσσονται με τη ρητορική δεινότητα, η επιστημοσύνη διαγκωνίζεται τη χαμέρπεια, δίνοντας μια ατμόσφαιρα τραγικού σκότους, που, όμως, και μόνο από την παρουσία της εικόνας της νιότης, δεν παύει να υπονομεύεται…
Στο Θέατρο Tempus Verum Εν Αθήναις ο σκηνοθέτης Δημήτρης Λάλος καταθέτει μια σκηνοθετική άποψη εν πολλοίς συμβατή με τις μπρουκνερικές αναφορές, αποτυπώνοντας τις γενικές αδρές γραμμές της προβληματικής του έργου, το ευθύγραμμο πλάνο, χωρίς περιττές ρεαλιστικές σημάνσεις και υπερβολικούς σκηνικούς προσδορισμούς. Αυτή η σχηματικότητα της σκηνοθεσίας, που εναρμονίζεται άψογα και με τη λειτουργικότητα του συγκεκριμένου θεατρικού χώρου, δε στερείται, ωστόσο, επαρκούς κομβικότητας. Υπάρχει αρκετή συμπύκνωση στους κοφτούς διαλόγους, με αυξανόμενη ένταση και ρυθμό και ανάλογη αποσυμπίεση, καθώς και ορισμένες ενδιαφέρουσες χαρακτηριστικές εικόνες ψυχολογικού τοπίου. Εκείνο που φαντάζει ελλειμματικό είναι η μη επαρκής εξωτερίκευση από κάθε χαρακτήρα του υπολανθάνοντος ατομικού δράματος, κάτι που θα περιμέναμε να διακρίνουμε, για παράδειγμα, πίσω από τον αδυσώπητο χαρακτήρα του Φρέντερ του Γιώργου Τριανταφυλλίδη ή την ιταμή προκλητικότητα της Ιρένε της Νατάσας Εξηνταβελώνη. Γενικά, το σύνολο των νέων ηθοποιών ανταποκρίνεται στη σκηνοθετική οδηγία αν και -για μια ακόμη φορά- διαπιστώνουμε το φαινόμενο της έλλειψης προσαρμοστικότητας των εκφραστικών μέσων: στοιχεία προσωδίας νεοελληνικής παραφθοράς του λόγου, χροιές, τόνοι και συχνότητες φωνής ανοίκειες προς τις χωροχρονικές, ψυχοκοινωνικές και πολιτισμικές συντεταγμένες του έργου- πόσο μάλλον που η σκηνοθεσία διατηρεί ακραιφνές το ιστορικό περιβάλλον του- ακόμα και ανερμάτιστη διαχείριση της γενικής “όψης” ορισμένων εκ των ηθοποιών, αποδεικνύει ότι, γενικά, δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι ο ηθοποιός είναι περισσότερο, απ’όσο μπορούμε να αντιληφθούμε, “πρώτη ύλη”, καθώς και ότι οφείλει να απεκδύεται δεδομένα και ευκολίες. Οι λοιποί της ομάδας, Ξένια Αλεξίου (Μαρία), Κριστέλ Καπερώνη (Ντεσιρέ), Τάσος Δέδες (Αλτ), Ουσίκ Χανικιάν (Πετρέλ) κινούνται λίγο-πολύ σε αυτό το πλαίσιο, με εξαίρεση την παρουσία της Χριστίνας Μαριάνου στο ρόλο της υπηρέτριας Λούση, η οποία πετυχαίνει με ανάγλυφη ακρίβεια να αποδώσει τις πολλαπλές ψυχολογικές και άλλες σηματοδοτήσεις του ατόμου που συνθλίβεται μέσα στη μάζα.
Η μετάφραση του Δημήτρη Λάλου έχει συλλάβει σε ικανό βαθμό το σφυγμό του βερμπαλιστικού λόγου του Μπρούκνερ “αφουγκραζόμενη” τις κρυφές σημάνσεις του, η σκηνική δημιουργία (Μιχάλης Σαπλαούρας) εξυπηρετεί την “τυπική”, προσηλωμένη στο ουσιαστικό, σκηνοθετική γραμμή, λιτός πλην όμως δόκιμος ο ενδυματολογικός κώδικας (Βασιλική Σύρμα), ενώ οι φωτιστικές δημιουργίες θα έπρεπε να είχαν πιο ενεργό ρόλο, ως παράλληλο ερμηνευτικό ιδίωμα.
Φέρντιναρντ Μπρούκνερ, “Η αρρώστια της νιότης”
Θέατρο Τempus Verum – Εν Αθήναις
Ιάκχου 19 Γκάζι, τηλ: 210-3425170