
Κριτική Θεάτρου | Δωδέκατη Νύχτα
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 08/02/2017
Ο Σαίξπηρ με τη «Δωδέκατη Νύχτα» (1601) μας εισάγει στον προθάλαμο των μεγάλων «σκοτεινών δραμάτων» που έπονται. Εδώ το κωμικό, από τη bouffonnerie, τις παρενδυσιακές καταστάσεις έως και την κλασική τυπολογία του μπαρόκ θεάτρου, ως αντίστιξη στο ρομαντισμό και την ηδυπάθεια, εκβάλλει στη μελαγχολική ατμόσφαιρα του σχεδόν ανικανοποίητου, όπου τα πρόσωπα καταλήγουν να συγκρούονται βίαια με μια πραγματικότητα τόσο φαινομενικά λυτρωτική όσο και ως έκβαση μετέωρη.
Παρότι επιστρατεύει όλα τα εργαλεία για ένα ελκυστικό θέαμα για το κοινό της εποχής του, ο μεγάλος Βάρδος προχωρά παραπέρα. Η μεταμφίεση εξυπηρετεί όχι μόνο το ευφρόσυνο κλίμα της ανατροπής των ειωθότων και της οργιαστικής ευωχίας τη δωδέκατη νύχτα των εορτών των Χριστουγέννων, αλλά εμπεριέχει και οντολογικών διαστάσεων ερμηνείες.
Η ταυτότητα δε συνιστά μια αμετακίνητη συνθήκη αλλά ένα μηχανισμό εξισορρόπησης των αντίρροπων και ανεξερεύνητων ψυχικών αντιδράσεων. Τόσο απέναντι στον εαυτό του όσο και στους άλλους, ο άνθρωπος καταφεύγει στους λεπτούς ιριδισμούς της για να αντισταθμίσει την απώλεια από το θάνατο, να θέλξει, να φωτίσει τον ενδιάθετο κόσμο των ενστίκτων αναρριπίζοντας τα εσώψυχά του αλλά και την ίδια την αίσθηση της ζωής. Ανάμεσα στο ιδεατό της φαντασίωσης και την κοινωνική συνθήκη που καθηλώνουν κάθε ενεργητική δύναμη, ένα αντεστραμμένο είδωλο ως παραμορφωτικός φακός, υποδεικνύει μια άλλη οδό πρόσληψης της ανθρώπινης φύσης και των πραγμάτων πέρα από τις παραδεκτές εξωτερικές τους όψεις. Ενδεχομένως, όλα θα μπορούσαν να είναι εντελώς διαφορετικά, ακόμα κι εμείς οι ίδιοι, αλλά αν συνέβαινε αυτό, ποιος στ’αλήθεια θα ήταν σε θέση να το αντέξει; Μήπως μια λιγότερο ανεκτή πραγματικότητα είναι προτιμότερη από μια αχαρτογράφητη, αν και γοητευτική, δυστοπία;
Στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά οι δύο πρώτες πράξεις της «Δωδέκατης Νύχτας» συστήνουν την αμηχανία της ακινητοποιημένης ζωής από το φαντασιακό «έρωτα για τον έρωτα» του Ορσίνο, τους συναισθηματικούς αυτοματισμούς της Ολίβια και την πουριτανική ακαμψία του Μαλβόλιο. Τα πρόσωπα προβάλλουν σα μουσικοί φθόγγοι μέσα σε μια ελλειπτική, κινησιολογικά μηχανιστική ατμόσφαιρα προοικονομώντας με κοφτούς ήχους και σωματικές ανακλαστικές αντιδράσεις την αναγκαιότητα της ανατροπής της. Η κλιμάκωση επιτείνεται στην τρίτη πράξη, όπου εκλύεται η απωθημένη ενέργεια δίνοντας τη λανθασμένη εντύπωση μιας ετεροβαρούς σκηνοθετικής διευθέτησης. Στο τέλος, υπό το «βλέμμα» ενός εξασθενίζοντος φωτός τα πρόσωπα συνωθούνται στο άκρο της σκηνής -στο απώτατο άκρο της λογικής- έχοντας εξαντλήσει κάθε περιθώριο διερεύνησης του εαυτού τους. Η κομβική ομολογία «μη με αγαπήσεις ώσπου κάθε στοιχείο, τόπος, χρόνος, τύχη συμφωνήσουν και βεβαιώσουν πως είμαι η Βιόλα» εικονοποιείται από ένα εικαστικής αισθητικής γύμνωμα σωμάτων, ως τεκμήριο επικράτησης της αντικειμενικής αλήθειας έναντι της ψευδαίσθησης.
Εντός ενός συμβολιστικού όσο και λειτουργικού σκηνικού χώρου ψυχοδραστικών χρωματισμών ενταγμένων σε ένα γενικότερο πλάνο αφηρημένου τοπίου (σκηνικά Κλειώ Μπομπότη), αναφορά στη μυθικότητα της Ιλλυρίας, δεσπόζουν, ως καταλύτες, η εύστοχα αποδοθείσα μεταφυσική μορφή του Φέστε (Γιάννης Κλίνης) που, ως μεσάζων μεταξύ λογικής και τρέλας με αναφορά προς το επέκεινα, παρακολουθεί σχεδόν αμέτοχος, σχολιάζει και υπογραμμίζει τα τεκταινόμενα, καθώς και εκείνη του Σερ Τόμπυ Μπελτς (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης), άλλοτε επιδέξια συμμορφούμενου στο ευρύτερο περιβάλλον και άλλοτε παρεκτρεπόμενου σε ανεπεξέργαστης θεατρικότητας γκροτέσκ εκδηλώσεις. Με ραφινάτη ενέργεια, κίνηση, έκφραση και αυθεντικό χιούμορ ο Σερ Άντριου του Μιχάλη Σαράντη και σύμμετρα ερμηνευμένη στη λεπτή παραδοξότητά της η ιλαρή εκδοχή της ερωτευμένης Ολίβια από την Εύη Σαουλίδου. Μονοδιάστατων φωνητικών τόνων πλην όμως επαρκούς σωματικότητας ο Αντόνιο του Αινεία Τσαμάτη και σε αρμονική ομοιοτυπική σχέση με τη Βιόλα ο Σεμπάστιαν του Άρη Μπαλή. Με τυπικό λαϊκότροπο ερμηνευτικό ιδίωμα η Μαρία της Ελίνας Ρίζου και με αριστοτεχνικά ερμηνευμένα τα ετερόκλητα κλιμακωτά επίπεδα του ρόλου του Μαλβόλιο (φαινομενική μονολιθικότητα-υφέρπουσα δαιμονικότητα-διασύνδεση αισθηματικής ζωής και ατομικού συμφέροντος-επίκληση οίκτου και εκδικητικότητα) από τον Νίκο Χατζόπουλο. Η Βιόλα της Έμιλυς Κολιανδρή αναδεικνύει τους εγκιβωτισμένους στην ποίηση διανοητικούς συλλογισμούς της, ο Ορσίνο του Γιώργου Χρυσοστόμου με «λαξευμένα» προσωδιακά μέσα και χρωματισμούς φωνής αποδίδει χαρακτηριστικά την εκστατική μέθη από την ερωτική φαντασίωσή του, από τον έρωτα ως συναίσθημα αλλά από το είδωλο του ερωτευμένου του εαυτού, ενώ το υπόλοιπο σύνολο των ηθοποιών διακρίνεται από πειθαρχημένο συντονισμό και ισοκατανεμημένη συμμετοχικότητα. Η ελεγειακή μουσική (Δημήτρης Καμαρωτός) εμποτίζει τη σκηνική ατμόσφαιρα με υπερβατική αύρα ενώ οι φωτιστικές δημιουργίες (Αλέκος Αναστασίου) άλλοτε αναδεικνύουν την διαχεόμενη σκηνική ένταση και άλλοτε τις ανάγλυφα σκιώδεις απεικονίσεις της αποσυμπίεσής της προς το πεδίο της εσωτερικότητας.