Κριτική Θεάτρου | Άμλετ
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 21/12/2016
Ο «Άμλετ» (1601) συνιστά την τραγική ιστορία του ανθρώπου που προδίδεται από την ιδεολογία του. Επιστρέφοντας από το Βίττενμπεργκ, λίκνο της διανόησης του καιρού του Σαίξπηρ (1564-1616) και προσφιλής σπουδαστικός προορισμός των Δανών, μεταφέροντας στις «αποσκευές» του την ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου και τον θαυμασμό για το μεγαλείο του «αριστουργήματος της πλάσης» (όπως αποκαλεί τον άνθρωπο) και το πνεύμα του, ο Άμλετ προσκρούει βίαια στον αναχρονιστικό κόσμο της βίας και του αυταρχισμού της μεσαιωνικής παράδοσης. Και αυτή η πρόσκρουση, καθώς τον αφορά στον υπέρτατο βαθμό, γίνεται τόσο εκκωφαντική που διαπερνά τα στεγανά της ατομικής του συνείδησης ακινητοποιώντας εντός του κάθε ενεργητική δύναμη. Βυθίζεται στον μηδενισμό αποκηρύσσοντας οτιδήποτε σηματοδοτεί τη ζωή (μητέρα, έρωτα, εγκόσμιες απολαύσεις), φλερτάρει με την αυτοχειρία και εκκινεί έναν εκ νέου ακανθώδη προσωπικό αγώνα κατάκτησης της Γνώσης. Ενδύεται μια «τρέλα»-στρατήγημα για να διέλθει τις συμπληγάδες του ακραίου συνωμοτικού μηχανισμού της Αυλής, ενός σατανικού οργουελικού μικρόκοσμου, προτάσσει τη σκέψη και τον συλλογισμό σταθμίζοντας ενδελεχώς τα ηθικά κριτήρια μιας επικείμενης πράξης και στο τέλος συντρίβεται μέσα σε έναν κύκλο αίματος, ως θύμα του παλαιού μονολιθικού συστήματος επιβολής αλλά και την ίδια στιγμή ως ανυπέρβλητος ήρωας-υπερασπιστής του ανθρώπου.
Η τραγωδία του μελαγχολικού πρίγκιπα της Δανίας που βρίσκεται αντιμέτωπος με τον δολοφόνο του πατέρα του, τον σφετερισμό του θρόνου και τον αιμομεικτικό γάμο της μητέρας του, δεν περιορίζεται στην οικογενειακή βασιλική ίντριγκα ούτε στο ιστορικό δράμα, σε συνάρτηση μάλιστα με την «Ισπανική Τραγωδία» του Τόμας Κυντ και το προγενέστερο αγνώστου πατρός δράμα «Ur-Hamlet». Δεν απηχεί καν μόνο υπαινικτικά και τις επίκαιρες πολιτικές εξελίξεις που βάρυνε η θανατική καταδίκη του κόμη Έσσεξ (1601) ως συνακόλουθο των δολοπλοκιών των κυβερνητικών παραγόντων. Αποτελεί, επί της ουσίας, μια σύνθετη δραματουργική πραγματεία επάνω στις ανεξερεύνητες και διαρκώς αντικρουόμενες πλευρές της ανθρώπινης φύσης, στο ζήτημα της εξουσίας, στον εκφυλισμό της πολιτικής, στη μεταφυσική, στη θεολογία, στη φιλοσοφία, στη ρητορική, ακόμα και στην τέχνη του θεάτρου. Αναζητώντας την ταυτότητα αυτού του σαιξπηρικού ήρωα, που στοιχειώνει καταλυτικά την ιστορία της παγκόσμιας δραματουργίας, αξίζει να σταθούμε και σε ό,τι είχαν επισημάνει ο Γιαν Κοττ (1914-2001) αλλά και ο Πήτερ Μπρουκ (γεν. 1925). Αμφότεροι στην προσπάθειά τους να καταδείξουν την αξεπέραστη δραματουργική στόφα του Σαίξπηρ κάνουν λόγο για έναν ήρωα τόσο μοναδικό –όσο επίσης και όλοι όσοι τον πλαισιώνουν– με μια αυθυπαρξία έναντι του μύθου, ο οποίος φαντάζει ως προϋπάρχων και ως ένα βαθμό δεδομένος. Η παρουσία αυτών ακριβώς των –με ξεχωριστό τρόπο– απεικονιζόμενων προσώπων ως προϊόντων ανατομικής παρατήρησης έρχεται να ταράξει τα νερά του προσδίδοντάς του περαιτέρω δυναμικές και χαρακτηριστικά.
Διερευνώντας τον τραγικό πυρήνα του Άμλετ συχνότερα γίνεται λόγος για την αναβλητική φύση του, την αναστοχαστική του δεινότητα που αδρανοποιεί κάθε είδος ενεργητικής βούλησης, τα καταθλιπτικά σύνδρομα που τον κατατρέχουν, τις αγκυλώσεις από θρησκευτικές πεποιθήσεις του κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα αυτός εντοπίζεται στον περίφημο μονόλογο της Γ΄ Πράξης: «Thus conscience does make cowards of us all, And thus the native hue of resolution I sicklied o’er with the pale cast of thought». Ο ευγενής γαλαζοαίματος με το πεφωτισμένο πνεύμα του, ο οραματιστής της νέας εποχής όπου θα θαυμάζεται ο άνθρωπος και τα σπουδαία πεπραγμένα του, χάνεται μέσα στη δίνη του ρομαντισμού και των εξιδανικεύσεων που κρύβουν την «αθέατη όψη της Σελήνης» για τη φύση και τα ελατήρια των σκοτεινών ανθρώπινων ενστίκτων. Ο ουμανισμός του είναι ένα πολύ βαρύ τρόπαιο από πολύτιμους λίθους, ωστόσο δύσχρηστο, αν όχι άχρηστο. Αν είχε δολοφονηθεί κάποιος άλλος εκτός του πατέρα του, ακόμη και τότε, θα μπορούσε να επωμιστεί τον ρόλο του μοραλιστή, αναμορφωτή διανοούμενου. Τώρα όμως ο ουμανισμός του παραλύει. Η προτροπή του Φαντάσματος του νεκρού Βασιλιά, «Taint not thy mind, nor let thy soul contrive Against thy mother aught», περικλείει όλη την αμφισημία του μέχρι ποιο σημείο μπορεί κανείς να φθάσει στην προσπάθεια να αποδώσει δικαιοσύνη, να αποκαταστήσει την ηθική. Και ο Άμλετ δεν μπορεί να αποσυρθεί παρατηρώντας εξ αποστάσεως και κατανοώντας τα ανθρώπινα με την ουδετερότητα και την ψυχρή λογική του φιλοσόφου. Δεν μπορεί να καταστρατηγήσει τους μηχανισμούς των συνειδησιακών αναφλέξεών του, να αποτινάξει από πάνω του την ουσία του προαιώνιου, αναγνωρίσιμου, αληθινού ανθρώπου…
Η παράσταση του «Άμλετ» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά αναδίδει επαρκώς το μεσαιωνικό ψύχος, το σκοταδιστικό ρίγος και την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που σοβεί κάτω από τα υποφωτισμένα, πλην όμως με σημειολογικές υπογραμμίσεις, μεγαλοπρεπή σκηνικά τοπία (Μανόλης Παντελιδάκης) και τις έντεχνα εγκιβωτισμένες σε αυτά προσωπικότητες και τεταμένες ψυχικές αντιδράσεις των πρωταγωνιστών. Η εύστοχη παρατήρηση του Κοττ ότι τα πρόσωπα λειτουργούν αντιστικτικά σε σχέση με την ίντριγκα εδώ γίνεται ευδιάκριτη. Ο θεατής έχει την αίσθηση ότι οι ήρωες κινούνται σε μια δονούμενη τεκτονική πλάκα όντας στα πρόθυρα να υπονομεύσουν ανά πάσα στιγμή και με ηχηρό τρόπο την αναμενόμενη έκβαση, ένα κλίμα που επιτείνεται και από την αδρή μουσική υπαγόρευση (Σταύρος Γασπαράτος). Ωστόσο, όλα υπόκεινται στους ρυθμούς του δράματος και οι τραγικές απολήξεις του δεν διαθέτουν τίποτε το υπερφίαλο, παραμορφωτικό και στομφώδες. Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο των τηρούμενων αναλογιών κινείται και η μετάφραση (Διονύσης Καψάλης) που φαίνεται να προτάσσει τη διάνοια του λόγου σε σημείο που η ποιητικότητά του να μη βρίσκει πάντοτε την ακριβή θέση της. Ο Άμλετ του Κωνσταντίνου Ασπιώτη δίνει την αίσθηση ότι εμφορείται από την ορμή ενός σύγχρονου εξαγριωμένου αμφισβητία, «επαναστάτη των πόλεων», και προσπαθεί να συστηθεί, ενδεχομένως, με προσιδιάζοντες στα χαρακτηριστικά της γενιάς του βιωματικούς κώδικες. Ωστόσο, ο Άμλετ είναι ένα υπαρξιακό δράμα. Σωματικότητα και εν γένει κινησιολογική αύρα, αυτοματικοί ακκισμοί σε συνδυασμό με τη σκηνοθετική επιλογή απευθύνσεων στις περιπτώσεις των κομβικών μονολόγων (απόπειρα εξωτερίκευσης και επικοινωνίας –και προς ποια άραγε κατεύθυνση– του εσώτερου ψυχικού και συνειδησιακού άλγους του ήρωα;) αφήνουν αυτόν τον Άμλετ έξω από τη διαδικασία μιας καθοριστικά εμπεδωμένης τραγικής ταυτότητας του μοναχικού, σοφού ανθρώπου που, ως σύμβολο οικουμενικών διαστάσεων, μάχεται με όπλο την υψηλή διάνοια και τη νεωτερική ηθική του, να αντιταχθεί στην κόλαση που γεννά ο αδηφάγος κόσμος γύρω του. Η Οφηλία της Ευγενίας Δημητροπούλου, παρ’ ότι μεταδίδει τον μεταφυσικό πνιχτό ήχο των εσωτερικών τριγμών μιας πελιδνής προσωπικότητας, στη σκηνή της τρέλας, όπου κλείνουν όλοι οι λογαριασμοί με ό,τι παραπέμπει στη ζωή (έρωτας-Άμλετ, πατέρας-γεννήτορας), υπηρετεί μια πομπώδη εξωστρέφεια που δεν αναδεικνύει ούτε το υπερβατικό ποιόν αυτής της ψυχικής εκδήλωσης ούτε φωτίζει τους ποιητικούς χυμούς με τους οποίους ο μεγάλος Βάρδος την έχει εμποτίσει. Ο Κλαύδιος-Ιερόνυμος Καλετσάνος καταφέρνει με συγκρότηση και ακρίβεια να καταστεί το κέντρο βάρους της παράστασης συναινούσης και της –από όλες τις δυνατές επόψεις– εύστοχη παρουσία της Γερτρούδης-Έλενας Τοπαλίδου ως αινιγματικού τραγικού προσώπου. Ο Πολώνιος του Χρήστου Σαπουντζή καταδεικνύει πολύ οριακά τα χαρακτηριστικά των διαχρονικά αναγνωρίσιμων πτυχών των εγκάθετων των ισχυρών, ενώ ο Λαέρτης του Ιβάν Σβιτάιλο, παρά τις γενικές καλές προθέσεις και την επίγνωση του τι ακριβώς έχει να διαχειριστεί, χάνεται σε μια μέτρια άρθρωση. Οι Ρόζενγκραντς και Γκίλντερστεν (Θανάσης Δήμου-Τζεφ Μαράουι) ανασύρουν μια χαρακτηριστική αλλά όχι επιτηδευμένα φαιδρή πλευρά των εξωνημένων, πρόθυμων αχυρανθρώπων της εξουσίας, ενώ ο Οράτιος-Γιάννης Τσεμπερλίδης κλείνει επαρκώς το δράμα ως εχέφρων καταγραφέας της ιστορικής παρακαταθήκης και τιμητής της ηθικής τάξης. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η έξοχα αποδοθείσα σκηνή του νεκροταφείου, την οποία περιρρέει μια εξ αντανακλάσεως λεπτή αίσθηση παραλόγου, καθώς και η λιτή, άρτιας αισθητικής σκηνή του «θεάτρου εν θεάτρω» με τη συμβολή των εξαιρετικών Στέλιου Ξανθουδάκη και Στέργιου Κοντακιώτη.