Κριτική Θεάτρου | Κρίμα που είναι πόρνη
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 04/01/2015
Θα μπορούσε να θεωρηθεί, με μια πρωθύστερη λογική, ο Ίψεν της ελισσαβετιανής περιόδου, επί Καρόλου του 1ου. Ο John Ford (1586-1639) ποιητής και δραματουργός με έντονες πολιτικές ανησυχίες, στηλιτεύει καταστάσεις βασανιστικά διαχρονικές, όπως τη διαφθορά, την υποκρισία στις κοινωνικές σχέσεις, τα κατώτερα ένστικτα των ανθρώπινου γένους και πως αυτά το καταδυναστεύουν μέχρι τελικής πτώσης. Ακτινογραφικός αλλά πάντα ξεκάθαρος και ωμός με σαφείς αποστάσεις από τη σαιξπηρική σύλληψη του τραγικού.
Στο “Κρίμα που είναι πόρνη” η σχέση αιμομειξίας εμφανίζεται στο ελισσαβετιανό θέατρο για πρώτη φορά χωρίς προσχήματα και ελαφρυντικά. Η Ανναμπέλα είναι ερωτευμένη με τον αδελφό της και οι δυο τους δεμένοι με έναν ορκισμένο έρωτα που θα θυσιαστεί στις κοινωνικές συμβάσεις. Αυτό θα ανακινήσει ένα φαύλο κύκλο γεμάτο βία και αίμα. Τελικά ο ανίερος έρωτας γίνεται πάθος και εκδίκηση, με φόντο τους σκοτεινούς μηχανισμούς της κοινωνίας της Πάρμας, όπου οι ραδιουργίες και η ηθική έκπτωση των αρχόντων και του περίγυρού τους, τον κάνουν να φαντάζει το μόνο αγνό και αληθινό, που εν τέλει συνθλίβεται.
Η σκηνοθετική οδηγία του κου Δημήτρη Λιγνάδη θέλει τη δράση εν είδει τελετουργικού, ένα ιδιότυπο θέατρο εν θεάτρω με τους πρωταγωνιστές ταυτόχρονα θεατές και σχολιαστές. ‘Ετσι, η κοινωνική κριτική πάνω στην ηθική μετατρέπεται σε ένα φόρουμ εμπλουτισμένο, μάλιστα, με χωρία από την εκκλησιαστική παράδοση μέχρι και τον “Μέγα Ανατολικό” του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η δράση ακολουθεί τη δυναμική και την εξέλιξη των καταστάσεων χωρίς τίποτα το πομπώδες και με ρυθμούς που καταλήγουν σε ενδιαφέροντα crescendos.
Σε ένα σκηνικό όπου απεικονίζεται η διάβρωση και η παρακμή (κα Εύα Νάθενα), η δράση βρίσκει ένα ακόμα ισχυρό υπόβαθρο για να φωτίσει το δραματουργικό περιεχόμενο του έργου. Ομοίως και οι φωτισμοί του κου Αλέκου Γιάνναρου που δεν φείδονται να λειτουργήσουν ακαριαία και αδιαβάθμιστα.
Η πρωτότυπη μουσική του κου Γιάννη Χριστοδουλόπουλου πλαισιώνει με ενδιαφέροντα τρόπο τη γοτθική ατμόσφαιρα των τεκταινόμενων.
Σε επίπεδο ερμηνείας, η κα Μαρία Κίτσου ως Αναμπέλλα, δίνει ένα απαράμιλλο ρεσιτάλ κλιμακούμενου πάθους όπου η πανδαισία του έρωτα μετατρέπεται σε χλεύη, κόλαση, προδοσία και στο τέλος συναντά το θάνατο, ήτοι ένα θείο δράμα όπου η ηρωίδα σηκώνει το βάρος της αιρετικής σχέσης της, όπως χαρακτηριστικά αποδόθηκε στο τέλος, επί του σταυρού κρεμάμενη. Δεν έφτανε παρά η θέαση του χαρακτηριστικού σκοτεινού βλέμματός της για να αντιληφθούμε το τραγικό πέπλο που καλύπτει όλη την πορεία αυτού του ιδιότυπου “Γολγοθά”.
Ο κος Δημήτρης Πασσάς έχτισε με λιγότερο πλαστικά υποκριτικά εργαλεία τον Τζιοβάννι του, ωστόσο απέδειξε ότι είναι σε θέση να ξεπεράσει, περαιτέρω, αρκετά στεγανά.
Ενδιαφέρουσα παρουσία η κα Σοφία Μυρμηγκίδου στο ρόλο της Πουτάνας με τον κοφτό λόγο και τον απροκάλυπτο κυνισμό της καθώς και η κα Εβίτα Ζημάλη (Ιππολύτη), ειδικά στον παθιασμένο μονόλογό της για την προδοσία του Σοράντσο.
Ο κος Μηνάς Χατζησάββας χρωμάτισε με το γνώριμο φλεγματισμό του ιερατείου τη διάχυτη υπολανθάνουσα υποκρισία και σκληρότητα.
Ο κος Ιερώνυμος Καλετσάνος, ως Σοράντσο, χρειάστηκε ένα μικρό βήμα να γίνει πιο σαφής και πιο οργανωμένος σκηνικά στον καίριας σημασίας ρόλο του ενώ πιο συγκροτημένη παρουσία απεδείχθη ο Πότζιο του κου Μιχάλη Κίμωνα.
Λίγο υπερβολικά μπουφόνικη η απόδοση του Μπεργκέττο από τον κο Γιωργή Τσουρή, αν και η άποψη δεν κρίνεται σκηνοθετικά άστοχη.
Όσο για τον Ρικαρντέττο του κου Θέμη Πάνου, κατάφερε να συγκεράσει τη μεφιστοφελική ηρεμία του φυζίκ του με τα υποχθόνια διαστροφικά πάθη.
Οι υπόλοιποι ρόλοι εναρμονισμένοι στην αρκούντως συμπαγή και αποκρυσταλλωμένη σκηνοθετική άποψη.
Γενικά, μια παράσταση-πρόταση, με καλούς ρυθμούς, δουλεμένες ερμηνείες και στοιχεία θεατρικότητας ουσίας, άκρως αιτιολογημένα και ουδόλως επιτηδευμένα.