Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Ιμμάνουελ Καντ

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 08/02/2015

Ο Πιερ Βολφκάριους στο βιβλίο του “Ο Αντιρρησίας συνείδησης Τόμας Μπέρνχαρντ” επιχειρεί μια τομή στην προβληματική του αυστριακού συγγραφέα, του μοναχικού ποιητή της καταγγελίας και των εμμονών, του σκοτεινού μηδενιστή της γερμανόφωνης δραματουργίας.

Όπως συμβαίνει στη φύση, έτσι και ο Μπέρνχαρντ, δημιουργεί καταστρέφοντας και καταστρέφει δημιουργώντας. Αναθεματίζει με τρόπο παράξενο και έξυπνο επιδιώκοντας να φθάσει στο ακρότατο δυνατό σημείο του, μέχρις ότου βρεθεί αντιμέτωπος με τη ματαίωση. Εκ φύσεως υποχρεούται να ακολουθεί αντίστροφη πορεία, ακροβατεί ξανά και ξανά κι ας γνωρίζει ότι όλα είναι μια ανοησία -πολύ περισσότερο η τέχνη που μιλάει γι’αυτή- μια ανοησία, μέσα στην οποία, όμως, εκείνος νοιώθει καλά. 

Βασικό εργαλείο της δραματουργίας του οι οξείς μακροσκελείς μονόλογοι όπου δεν χάνει την ευκαιρία να στηλιτεύσει την πνευματική απάθεια και συσκότιση. Σκοπός του είναι να καταδείξει το “τίποτα” με το ταυτολογεί, να επαναλαμβάνει, να παλινωδεί, να υπερβάλλει, να αντιστρέφει τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος και όλα αυτά μέσα σε ένα νεφέλωμα χιούμορ. Ωστόσο, παραμένει ένας ποιητής. Πίσω από τις πικρές, σκοτεινές σελίδες του ένας οξυδερκής αναγνώστης μπορεί να διακρίνει την αγωνία του, που μπορεί να ξυπνήσει συνειδήσεις και να κινητοποιήσει την ανατροπή μιας πραγματικότητας “απερίγραπτης”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, και που κανείς  ως τώρα, συγγραφέας δεν έχει καταφέρει να την περιγράψει όπως ακριβώς είναι. Κι αυτό είναι και το πιο τρομακτικό απ’όλα.

Στον “Ιμμάνουελ Καντ”, που παίζεται στο θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου) σε σκηνοθεσία του κ. Γιάννου Περλέγκα ο Μπέρνχαρντ προσεγγίζει μέσα από το μύθο τις κοινωνίες των επίπλαστων οραμάτων, τις παραδομένες στην πνευματική στείρωση και την αποχαύνωση του υλισμού. Η αναφορά στον Καντ είναι τόσο προσχηματική όσο και ουσιαστική. Ο Καντ ταξιδεύει με ένα υπερωκειάνιο στην Αμερική για να ανταλλάξει τα φώτα της σοφίας του με μια εγχείριση γλαυκώματος που θα του επαναφέρει τη χαμένη του όραση. Αυτό το ταξίδι, ανάμεσα σε ανθρώπους αδιάφορους, νάρκισσους, ατελείς πνευματικά και κενόδοξους θα καταλήξει στη Νέα Υόρκη όπου επιφυλάσσεται στο διάσημο φιλόσοφο μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο εγκλεισμός του στο ψυχιατρείο.

Στο πρώιμο αυτό θεατρικό έργο του, ο Μπέρνχαρντ θα εντάξει όλα τα συστατικά της γραφής του, την ιστορική αναφορά, τη μυθοπλασία, το συμβολισμό, το ρεαλισμό, την ποιητική πένα και τη χρήση του εξουθενωτικού, πλην όμως, δηλωτικού μονολόγου. Η διάταξη όλων αυτών των στοιχείων σε επίπεδο σκηνικής πραγμάτωσης συνιστά, ίσως, και τη μεγαλύτερη δυσκολία καθώς απαιτείται μια εσωτερική ενότητα και ενσωμάτωσή τους χωρίς εμφανείς ρωγμές ή παράταιρες διογκώσεις.

Η παράσταση του θεάτρου Τέχνης φαίνεται να ακολουθεί μια διαδικασία σύνθεσης όλων αυτών, μέσα σε μια απέριττη, και με ελάχιστα μέσα, ατμόσφαιρα η οποία όμως υπονομεύεται από μακρόσυρτες hors-texte παρεκβάσεις-μονολόγους με εμμονικές επαναλήψεις και γκροτέσκ ή ωμά ρεαλιστικές υποκριτικές φόρμες. Αυτή τη συμπύκνωση λόγου, στα όρια του βερμπαλισμού, που σπάει τα όρια της οικονομίας της, ήδη σύνθετης, γραφής του Μπέρνχαρντ, παρά την αποσαφηνιστική της πρόθεση, αποχρωματίζει δραστικά την ποιητική διάσταση του, κατά τ’άλλα, δόκιμα μεταφρασμένου κειμένου.

Στην ίδια γραμμή αποσυντονισμού της ποιητικής ισορροπίας, κινείται η σκηνοθετική γραμμή με την αδυναμία πρωτίστως να “μεταφράσει” το συμβολισμό στην ουσία του. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η μάλλον ατυχής απόδοση του παπαγάλου Φρίντριχ από τον κ. Χρήστο Μαλάκη, οι συνεχείς προσκρούσεις στον τοίχο με την αναπηρική πολυθρόνα του καπετάνιου (κ. Μιχάλης Τιτόπουλος) και οι κρίσεις ναυτίας του Συλλέκτη Έργων Τέχνης (κ. Γιάννης Καπελλέρης). 

Η σκηνική εξέλιξη επιχειρεί κορυφώσεις που χαρακτηρίζονται από απουσία ελέγχου και υπερβολικές, εξπρεσσιονιστικής τεχνικής, κινησιολογικές εξάρσεις, ενώ το σύνολό της βρίθει από  έλλειψη ρυθμού και γραμμικής συνέχειας, με αποτέλεσμα η δράση να φαντάζει σκόρπιες σεκάνς ιλαροτραγικών επεισοδίων.

Εντούτοις, σε επίπεδο ερμηνειών ο κ. Μάκης Παπαδημητρίου, στο ρόλο του Καντ, αποτυπώνει με καθαρότητα το διανοητικό status του ρόλου ενώ οι εξάρσεις του διαθέτουν μέτρο και εσωτερική ένταση.

Η κα Σύρμω Κεκέ, ως κα Καντ, δίνει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία αναμειγνύοντας πολλαπλές αποχρώσεις του ρεαλισμού, εκφραστική γκάμα και υποκριτικά leitmotifs ενώ η κα Κατερίνα Λυπηρίδου στο ρόλο της Εκατομμυριούχου μεταδίδει με όλες τις πτυχές του υπερβολικού και του εντέχνως γελοίου την τοτεμική σχέση με το χρήμα.

Ο κ. Μιχάλης Τιτόπουλος, ως καπετάνιος, αποδίδει με σαφήνεια την πνευματική απάθεια και την αποδόμηση της έννοιας του καθοδηγητή.

Ο κ. Γιάννης Καπελλέρης στο ρόλο του Συλλέκτη, όντας υποχρεωμένος να υπηρετήσει τον εμβόλιμο περί τέχνης μονόλογο, δίνει ένα αδρό στίγμα γκροτεσκικής ερμηνείας, που όπως ανέφερα παραπάνω, μάλλον αλλοιώνει την πρόσληψη της ποιητικής δύναμης του λόγου του Μπέρνχαρντ.

Ο κ. Χρήστος Μαλάκης, ως Έρνστ Λούντβιχ, ακολουθεί μια πιο προσαρμοσμένη υποκριτική οδό, σε σχέση με την απόδοση των συμβολισμών.

Το υπόλοιπο team των ηθοποιών συμπληρώνεται από τους κ. Γιάννο Περλέγκα, κα Δήμητρα Ευθυμιοπούλου, κ. Τάσο Κόρκο, κα Δανάη Λουκάκη και κ. Άρη Ντέλια.

Τέλος, τα σκηνικά και κοστούμια της κας Χριστίνας Κάλμπαρη και κας Βίλλυ Αττάρτ αποτυπώνουν την έννοια της πνευματικής γυμνότητας και του αποχρωματισμού, με χαρακτηριστικές αφαιρέσεις που παραπέμπουν στην ιδρυματική αισθητική, ενώ οι φωτισμοί (κ. Νίκος Βλασσόπουλος) και οι μουσικές υπογραμμίσεις (κ. Κορνήλιος Σελαμσής) υποστηρίζουν το όλο εύθραστο σκηνικό εγχείρημα να αποκτήσει μια, κάπως, πιο στέρεη δραματουργική βάση.