Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Θεατρικές τάσεις και βιογραφικό θέατρο

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 02/01/2020

Κυρίαρχες θεατρικές τάσεις και βιογραφικό θέατρο. Παραδείγματα (κριτική): “Η Γερτρούδη Στάιν και η συνοδός της” του Win Wells, το “Αίνιγμα” του Hugh Whitemore και “Η απολογία της Μαρί Κιουρί” της Ευσταθίας Μαντζούφα.

     Σε ένα θεατρικό τοπίο εξόχως πολυσυλλεκτικό όπως το ελληνικό, οι κυρίαρχες τάσεις, πέρα από την -όχι τυχαία- ανακύκλωση των μεγάλων κλασικών, παραμένουν οι περφόρμανς, οι θεματολογίες με κοινωνικοπολιτικό πρόσημο ή τα έργα διαμαρτυρίας και, κυρίως, η αναπαράσταση ιστορικών προσωπικοτήτων ή η ανασύσταση ιστορικών γεγονότων (θέατρο-ντοκουμέντο).

     Η πρώτη κατηγορία φαίνεται να διανύει μια περίοδο μετεφηβείας με το κοινό να έχει πάψει πλέον να αμηχανεί μπροστά σε παρασταστικές πρακτικές όπως το installation, το site specific, το immersive ή το post-dramatic. Το  θέατρο της δεύτερης κατηγορίας που τοποθετείται επάνω σε σύγχρονα προβλήματα (π.χ. διαφορετικότητα, προσφυγικό κ.ο.κ.) ή αποτελεί έκφραση ενός είδους απωθημένης εξανάστασης, παρά τις αγαθές προθέσεις του, συχνά αποδεικνύεται στείρα διδακτικό, εκβιάζοντας λύσεις και απαντήσεις, και παραβλέποντας το γεγονός ότι η σκηνή, εν τέλει, δεν είναι πανάκεια. Τέλος, το βιογραφικό θέατρο και το θέατρο-ντοκουμέντο, προβάλλονται ως αποφύσεις της μόδας της εποχής: της παντοδυναμίας των media, της αποθέωσης του «πραγματικού», του live, του reality και της ηλεκτρονικής επιτήρησης. H Ursula Canton, στο βιβλίο της «Biographical Theatre: Re-representing real people?» (Palgrave, MacMillan, 2011), αναφερόμενη στο βρετανικό παράδειγμα, θεωρεί ως καταλυτικούς παράγοντες για την άνθηση του βιογραφικού θεάτρου αφενός τη στροφή του ενδιαφέροντος προς την Ιστορία που προκάλεσαν οι εξελίξεις στο μιντιακό χώρο τη δεκαετία του ’90 (αρχικά με τη δημιουργία αμιγώς ειδησεογραφικών τηλεοπτικών δικτύων και, αργότερα, με τον ηγεμονικό ρόλο που διαδραμάτισε το ίντερνετ), και αφετέρου, την ανάγκη του κοινού να την κατανοήσει με έναν τρόπο πιο αυθεντικό, άμεσο και ενσαρκωμένο, πέρα από τη συχνά μεροληπτική αντιμετώπισή της που επιβάλλουν οι πολιτικές θέσεις των μέσων.

     Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι η Ιστορία και η βιογραφία συνιστούσαν ανέκαθεν θεματικά κύτταρα για το θέατρο. Από τον Αισχύλο, τα μεσαιωνικά δράματα, τον Shakespeare, τον Schiller μέχρι και το θέατρο-ντοκουμέντο και το επικό θέατρο του  Piscator και του Brecht, ιστορικά πρόσωπα υπήρχαν πάντοτε παρόντα στη σκηνή, με ένα είδος συμβολικής παρουσίας, δίκην αντιπαραδείγματος, σε σχέση με τις εκάστοτε προκλήσεις των καιρών και τις αγωνίες του κοινού. Στον αντίποδα, η δραματουργική διαχείριση σημαντικών προσωπικοτήτων από πολλούς σύγχρονους ή νεόκοπους συγγραφείς φαίνεται, δυστυχώς, να περιορίζεται στην ανακύκλωση ή την απομύζηση της μυθικής αίγλης τους, καθιστώντας τες, τις περισσότερες φορές, θύματα ενός υδροκέφαλου ιστοριοδιφικού παροξυσμού, μια νοητή συνέχεια του διαδικτυακού infotainment.

      Τρία δείγματα βιογραφικών έργων, δυσανάλογων είτε σε σύλληψη και στυλ γραφής είτε σε απόδοση, αναφορικά με τα μεγέθη που εκπροσωπούν τα αναπαριστώμενα πρόσωπα, είναι το «Η Γερτρούδη Στάιν και η Συνοδός της» του Win Wells (θέατρο «Άλμα»), το «Αίνιγμα» του Hugh Whitemore (Bios – Basement) και η «Η Απολογία της Μαρί Κιουρί» της Ευσταθίας Μαντζούφα (θέατρο «Σταθμός»). Το πρώτο από αυτά, αναβίωση της μακρόχρονης συμβίωσης της Gertrude Stein με την Alice Toklas, νευρωτικά αδόλεσχο, άναρχα δομημένο και εγκλωβισμένο σε αρτηριοσκληρωτικά δραματουργικά κλισέ, διασώζεται εν πολλοίς από την απενοχοποιημένα απέριττη σκηνοθετική προσέγγιση της Νικαίτης Κοντούρη, τις ζωντανές σκηνογραφικές λύσεις του αείμνηστου Γιώργου Πάτσα και τις σκηνικά οτρηρές ερμηνεύτριες Λυδία Φωτοπούλου και Μαρία Κατσιαδάκη. Το δεύτερο, σκιώδης αναφορά στη ζωή και το έργο του Βρετανού μαθηματικού Alan Turing, αν και χαίρει μιας αρκούντως περιεκτικής σκηνοθετικής οπτικής στα χνάρια του θεάτρου-ντοκουμέντου (Δημήτρης Κομνηνός) -γεγονός που αμβλύνει τις επιφανειακές προσεγγίσεις του και την αποσπασματικότητά του- και μιας εμβριθούς απόδοσης του κεντρικού ήρωα από τον ηθοποιό Στέλιο Ψαρουδάκη, αδικείται κατάφωρα από τις γενικότερες συνθήκες του θεατρικού (;) χώρου. Το τρίτο έργο, μια πανοραμική θέαση στη ζωή της Marie Curie, κατά βάση αφηγηματικό, αλλά με ερμηνευτικές εξάρσεις από την πρωταγωνίστρια Πέγκυ Τρικαλιώτη ασύμμετρες ως προς το ύφος του (ενδεχομένως αυτές θα προσιδίαζαν περισσότερο σε ένα περιβάλλον ακραιφνών δραματικών συγκρούσεων), καταφέρνει να ισορροπήσει χάρη στη ραδινότητα, την ευρυθμία και τα ευρήματα της σκηνοθεσίας από την Κίρκη Καραλή, καθώς και στην προσαρμογή του κειμένου στις επιταγές ενός οργανωμένου και συμπυκνωμένου σκηνικού χρόνου.