Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Η θηλιά

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 12/05/2021

Τα τελευταία χρόνια η επαναλειτουργία καλοκαιρινών θεάτρων στην Αθήνα με αξιόλογες παραστάσεις και με μια σημαντική σε αριθμητικά δεδομένα παρουσία του κοινού εγείρει εύλογα το ερώτημα μήπως στον αντίποδα του θεσμού του περιφερόμενου καλλιτέχνη και του μοιραία καταπονημένου καλλιτεχνικού προϊόντος θα έπρεπε να ανασυσταθεί πιο δυναμικά η εντός του κλεινού άστεως θεατρική δραστηριότητα με όλη εκείνη τη σημειολογία ενός μικρού και με αστικά χαρακτηριστικά τελετουργικού θερινής θεατρικής εξόδου. Πόσω μάλλον τώρα που η Αθήνα εξανθρωπίζεται και μετατρέπεται σε μια πραγματική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, φιλική για τους κατοίκους της ακόμα και το … «ζεστό μήνα Αύγουστο».

   Η εικόνα έξω από το θέατρο «Αθηνά» της οδού Δεριγνύ παραπέμπει, για όσους τουλάχιστον είχαν προλάβει να το βιώσουν, σε μια Αθήνα παλαιότερων εποχών, όταν η πόλη δεν ερήμωνε ποτέ και εξακολουθούσε να αναπνέει θεατρικά μέσα από το θεσμό των πολυάριθμων open air θεάτρων και κηποθεάτρων της.

   Στο ιστορικό αυτό αθηναϊκό θεατράκι με την ανοιγόμενη οροφή (ίσως το μοναδικό που απέμεινε με τη συγκεκριμένη δυνατότητα) φιλοξενείται το ψυχολογικό θρίλερ του βρετανού συγγραφέα Πάτρικ Χάμιλτον «Η θηλιά», γνωστό και από την κινηματογραφική μεταφορά του το 1948 από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Κοέν, παιδί της νέας γενιάς καλλιτεχνών που επιλέγουν συνειδητά να κομίζουν ρηξικέλευθες αισθητικές και να παρενοχλούν δημιουργικά οτιδήποτε κλασικό και παραδεδεγμένο, σύστησε εκ νέου το έργο, διατηρώντας την ισορροπία ανάμεσα στη σκοτεινή ατμόσφαιρα ενός καθαρόμαιμου ψυχολογικού θρίλερ και σε μια σύγχρονη alternative απόδοση.

     Η υπόθεση που αφορά τη δολοφονία ενός νεαρού από δύο φίλους του (έναν τύπο παροξυσμικά χειριστικό και εγωπαθή και έναν άλλο νοσηρά πειθήνιο και φοβικό) και την επακόλουθη απόκρυψη του πτώματος σε ένα μυστηριώδες κιβώτιο, επάνω στο οποίο, μάλιστα, θα κληθούν να δειπνήσουν η μητέρα του θανόντος (ο πατέρας στο πρωτότυπο) και λοιποί ιδιοσυγκρασιακοί γνωστοί του αλλόκοτου ζευγαριού, θυμίζει κάτι από τον σαιξπηρικό Τίτο Ανδρόνικο και το θυέστειο δείπνο που παρέθεσε στην βασίλισσα των Γότθων Ταμόρα. Παρόλα αυτά, το συγκεκριμένο έργο εστιάζει στα μετά της επίμαχης πράξης, σε μια βυθοσκόπηση της εγκληματικής προσωπικότητας και των ζοφερών ψυχοκινήτρων, με μια παράλληλη προβολή της έννοιας του εγκλήματος στο πεδίο του κοινωνικού προβληματισμού, ιδωμένης μέσα από την τάση του ανθρώπου να αποκαλεί εγκλήματα συγκεκριμένες πράξεις.

  Ο Αλέξανδρος Κοέν αποτολμά μια «σκηνική γραφή» που παραπέμπει στην «αποκέντρωση» του έργου από τις ασφυκτικές συντεταγμένες του, αποφλοιώνοντας τους χαρακτήρες και φτάνοντας στον πυρήνα του δρώντος προσώπου που καταθέτει τον εαυτό του απέναντι στα διαδραματιζόμενα. Παρόλα αυτά, η δράση παραμένει εσωτερική και το χαρακτηριστικό «sotto voce» σκηνικό τοπίο δεν προδίδεται, πέρα από ορισμένες στυλιζαρισμένες κλιμακώσεις της σκηνικής έντασης.

   Μέσα στη φροντισμένη σκηνική δημιουργία του Γιάννη Αρβανίτη οι ηθοποιοί συστήνονται ως ψυχοδυναμικές προσωπικότητες που μετεωρίζονται ανάμεσα σε μια γειωμένη σχέση με την πραγματικότητα και τις παρενέργειες που προκαλεί η λειτουργία της διαίσθησης. Σε αυτό το πλαίσιο η παρουσία της σκηνικά δοκιμασμένης Ελένης Κρίτα συμβάλλει καθοριστικά στο να αποτυπωθούν οι λεπτές πτυχώσεις του ψυχισμού, μέσω μιας αυθυποβολής και υπό την επήρεια των μηχανισμών των δυνάμεων του κακού. Στο ίδιο  μήκος κύματος κινείται και η κωδικοποιημένη και διεμβολιστική ερμηνεία της Γωγώς Μπρέμπου, καθώς η φλεγματική όσο και κομβική στα σημεία παρουσία του Παντελή Καναράκη στο ρόλο του Ρούπερτ. Η παρουσία του Αργυρή Αγγέλου στο ρόλο του εμμονικού προσώπου με το ακανθώδες θυμικό και τις δολοφονικές τάσεις αφήνει μια επίγευση έντιμων ψυχολογικών περιδινήσεων, χωρίς υπερβολές και άστοχες δραματοποιήσεις, ενώ ο υποτακτικής φύσης Γκρανίλο του Γιάννη Σίντου διαγράφει τον έτερο πόλο με ένα ανεπιτήδευτο μύχιο ρίγος.