
Κριτική Θεάτρου | Αποκάλυψη
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 21/10/2019
Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη για τη θεατρική παράσταση “Αποκάλυψη” σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών).
[Σημ.: Οι παραστάσεις έχουν ολοκληρωθεί).
Αν πρέπει κάτι να αναγνωριστεί στο σκηνικό πόνημα του Θάνου Παπακωνσταντίνου με θέμα την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη, που παρουσιάζεται στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών μέχρι 20 Οκτωβρίου, αυτό είναι μια άρτια δραματουργική επεξεργασία που επενδύει σε μια οργανωμένη και συντεταγμένη χορικότητα (choralité), σε τελετουργικά ηχητικά τοπία (paysages sonores) και σε μια mise en place που απηχεί την καταγωγική σχέση με το δράμα αυτού του προφητικού και αλληγορικού κειμένου, το οποίο γράφτηκε κατά την περίοδο (96 μ.Χ) που παραστάσεις τραγωδιών εξακολουθούσαν να παρουσιάζονται σε όσες από τις επτά αναφερόμενες πόλεις διέθεταν αρχαία θέατρα, με πρώτη και κύρια την Έφεσο.
Άλλωστε, και επιστήμονες όπως ο F. Palmer στο έργο του «The Drama of the Apocalypse», ο R. R. Brewer στο «The influence of Greek Drama on the Apocalypse of John» και ο J. B. Bowmann στη μελέτη του «Τhe Revelation of John, Its Dramatic Structure and Message», συνομολογούν στην ύπαρξη κοινών γνωρισμάτων της «Αποκάλυψης» με το είδος της τραγωδίας: πρόλογος, επίλογος, επεισόδια, διέγερση της έντασης και αποκλιμάκωσή της, τραγικό στοιχείο (οι χριστιανοί διώκονται και μαρτυρούν για την πίστη τους, ενώ προσέβλεπαν σε αυτή για τη σωτηρία τους), αλλά και κάθαρση (που επέρχεται με την κατίσχυση των θεϊκών δυνάμεων και την κάθοδο της Καινής Ιερουσαλήμ).
Ωστόσο, το όλο εγχείρημα εμφανίζει κενά στη γενική στόχευση και ερμηνευτική του, παρά το γεγονός ότι διασώζεται από το να διολισθήσει στην αποθέωση μιας στείρας εσχατολογίας, που δεσπόζει στη θεματολογία της επιστημονικής φαντασίας και της ροκ κουλτούρας των τελευταίων δεκαετιών. Σε σημείωμα της παράστασης με τίτλο «τι δεν είναι η Αποκάλυψη» αναφέρεται χαρακτηριστικά: « (η Αποκάλυψη) μιλά για κάτι που αφορά το αύριο, το κάθε αύριο, γιατί όλα γυρίζουν, κυριαρχεί ο αέναος κύκλος της επιστροφής του ίδιου […]». Υιοθετείται, άραγε, με αυτόν τον τρόπο, η θέση ότι ο Ιωάννης εναγκαλίζεται την αρχαιοελληνική θεώρηση σε σχέση με την κυκλική κίνηση του χρόνου και της ιστορίας, αποποιούμενος τη χριστιανική αντίληψη για την ευθύγραμμη πορεία τους και, κατά συνέπεια, τη δική του θεολογία περί της εγκαθίδρυσης της Βασιλείας του Θεού, ως ακροτελεύτιου χρονικού σημείου της κρίσης των ανθρώπων; Η οριζόντια θεώρηση του έργου ως πολιτικού μανιφέστου της στάσης ανυπακοής (αδήριτη ανάγκη αποκήρυξης των θεοποιημένων αυτοκρατόρων και του συστήματος εξουσίας τους στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ανάδυσης ενός νέου κόσμου [Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν] σε αναφορά με σύγχρονες τάσεις ανυποταγής σε κάθε είδους ζυγούς) αφήνει πάντοτε έκθετη την πλευρά της Αποκάλυψης που άπτεται στο ζήτημα της πίστης, αν και η πρόθεση του ίδιου του προφήτη δεν είναι η υποβολή στο ζόφο μιας εσχατολογικής εκδοχής. Αντιθέτως, όπως αναφέρει ο Σάββας Αγουρίδης, ο χαρακτήρας του έργου είναι «παραμυθητικός και παραινετικός», ενώ ο Ουμπέρτο Έκο υπογραμμίζει το αισιόδοξο μήνυμά του ως απαρχή μιας αναγέννησης.
Η παράσταση δεν απέφυγε εκλαϊκευμένες προσεγγίσεις, αντλημένες από το χώρο της μέσης αντίληψης, (τα tableaux vivants ως «σκηνικές ζωφόροι» με απεικονίσεις περιόδων της Ιστορίας με τις οποίες έχουν, κατά καιρούς, ταυτιστεί οι συμβολικές περιγραφές της «Αποκάλυψης»), ιδέα που φάνηκε να διασώζεται στην ενδιαφέρουσα σκηνή-κατακλείδα όπου, πρόσωπα, εποχές και γεγονότα, ωσάν σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας, συσσωματώνονται στην ωσμωτική λειτουργία του χρόνου.