Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Ευτυχισμένες Μέρες

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 02/03/2015

Ah! les beaux jours de bonheur indicible

Où nous joignions nos bouches! – C’est possible.

Κάπως έτσι, μέσα από από τους στίχους του Colloque sentimental του Βερλαίν, εμπνέεται ο Μπέκετ (1906-1989) τη γαλλική μετάφραση του τίτλου του έργου του Ευτυχισμένες Μέρες, το μονόλογο-ύμνο στη ζωή που χάνεται, καθώς την κατασπαράζει ο χρόνος, “η διαρκής αιμορραγία της ύπαρξής μας”.

 Μια ιδιότυπη σχέση

Στη σκηνή μια γυναίκα, η Γουΐνι, βυθισμένη μέχρι το στήθος σε έναν γκρίζο λόφο, αναμετράται με ένα τίποτα, ή για την ακρίβεια, με την ακινησία και τον αμείλικτο χρόνο απέναντι στον οποίο δεν αντιτάσσονται παρά αντικείμενα και λέξεις. Κι όμως δεν είναι μόνη. Χαμηλά στο λόφο είναι καταχωνιασμένος ο Γουΐλι, ο σύντοφός της, δίχως να είναι σε πλήρη θέα. Γκρινιάρης, λιγομίλητος και βαριεστημένος από την αφελή θεώρηση των πραγμάτων από τη Γουΐνι, και παρότι σχεδόν αθέατος, δεν καθίσταται ανενεργός. Είναι ζευγάρι με τη Γουΐνι, αν και η σχέση τους παρουσιάζεται δυσανάλογη. Δεν έχουν την ίδια ποσότητα λόγου ούτε παρόμοια συμπεριφορά. Ωστόσο, δεν μπορεί ο ένας να αποχωριστεί τον άλλον, κάτι που προδίδει και η ομοιότητα του ονόματός τους.  

Χωμένος στην εφημερίδα του, ο Γουΐλι επιδίδεται σε περιττολογίες και σε σύντομες κι απότομες απαντήσεις στις κάθε είδους επικλήσεις ή παραινέσεις της Γουΐνι.  Σε όλη τη διάρκεια του έργου παραμένει αδρανής  ενώ στο τέλος, χωρίς καν να στέκεται όρθιος, επιχειρεί να διεκδικήσει την αξιοζήλευτη θέση της Γουΐνι στο λόφο, να καταστεί και αυτός με τη σειρά του το κέντρο του ενδιαφέροντος.

Σιωπή

Για τη Γουΐνι αρκεί μόνο η διαβεβαίωση ότι ο Γουΐλι βρίσκεται ζωνταντός κάπου δίπλα της. Δεν τη νοιάζουν οι απαντήσεις του, μονάχα η συνειδητοποίηση ότι υπάρχει. Και αυτό είναι που βάζει σε δοκιμασία τα όρια του λόγου, καθώς τα πρόσωπα βρίσκονται αντιμέτωπα με τη σιωπή, το κενό, εν τέλει, το τίποτα…

Η σιωπή ισοδυναμεί με τρόμο. Είναι ο φόβος της μοναξιάς, της απουσίας. Γι’αυτό η Γουΐνι είτε απευθύνεται στο σύντροφό της είτε μιλάει μόνη της με δυνατή φωνή, τη φωνή της ψυχής της. Έτσι, έχουμε ένα παιχνίδισμα λόγου και σιωπής. Μόνο που ο λόγος χάνεται και, παρόλο που αγωνίζεται να επικρατήσει έναντι της σιωπής, εκείνη φαντάζει πάντα σαν την πλέον φυσική εξέλιξη των πραγμάτων.

Απραξία

Η Γουΐνι είναι ακινητοποιημένη μέσα σε ένα λόφο που σιγά σιγά την καταβροχθίζει στα έγκατά του. Κι αυτό δεν είναι παρά η αντανάκλαση της αδυναμίας του ανθρώπου να προχωρήσει, να φτάσει στον προορισμό του. 

Μπροστά σε αυτή την ακινησία τίθεται το ζήτημα του χρόνου, που στο πέρασμά του τίποτα δεν αλλάζει. Αυτός είναι ο λόγος που η Γουΐνι κάθε μέρα αναπαράγει το ίδιο μικρό τελετουργικό από ενέργειες ασήμαντες και τετριμμένες. Η μπεκετικός χωροχρόνος χαρακτηρίζεται από έλλειψη κίνησης. Καμμία δράση δε λαμβάνει χώρα, παρεκτός η απόπειρα του Γουΐλι να συρθεί στην κορυφή του λόφου, μια ανεπιτυχής προσπάθεια που δημιουργεί την αίσθηση μιας ψευδούς δράσης.

Η ζωές των προσώπων είναι οριοθετημένες μέσα σε ανιαρές ενέργειες της ρουτίνας και σε χρηστικά αντικείμενα, τελευταία κατάλοιπα ενός κόσμου που χάνεται και που επανέρχεται σα φευγάτη θύμηση μέσα από παλαιά ποιήματα και λόγια. Και αυτά τα αντικείμενα είναι ο μοχλός που δικαιολογεί την ύπαρξη των μονολόγων και των διαλόγων.

Mουσικότητα

Τα δύο πρόσωπα του έργου αντικατοπτρίζουν ψήγματα ενός διαλυμένου κόσμου. Όμως η Γουΐνι επιμένει να αντέχει και να αντλεί δύναμη και χαρά από τα πιο ευτελή πράγματα. Και το κάνει αδιαμαρτύρητα, χωρίς την παραμικρή αίσθηση κούρασης ή πλήξης. Μια ασπίδα που την προστατεύει από την παρουσία του ανοίκειου κόσμου.

Κόντρα στο βασανιστικό πέρασμα του χρόνου αντιπροβάλλει το λόγο και τις κομψές χειρονομίες της, κι όλα αυτά με πικρό χιούμορ και μεστή δόση ειρωνείας. Μια ειρωνεία που συνίσταται στην αφελή, παιδιάστικη ποιητικότητα μέσα από την οποία η Γουΐνι αντικρίζει τη ζωή με αξιοπρέπεια και πνευματική ενάργεια. 

Ο μπεκετικός λόγος απλώνεται σα θάλασσα που προσκαλεί το θεατή να την εξερευνήσει και ξεχύνεται για να καταλάβει το χώρο. Κάθε σελίδα σηματοδοτεί μια ιδιαίτερη σελίδα παρτιτούρας όπου όλα έχουν μια νομοτελειακή σχέση. Ο λόγος κυλάει με ρυθμούς και στο τέλος δίνει την αίσθηση μιας κρυφής μουσικότητας που αναβλύζει από τα βάθη της ανθρώπινης φωνής.

Ο θεατής έχει την ευκαιρία μέσα από τους κρυφούς μουσικούς κυμματισμούς του λόγου να αντιληφθεί το μη θεατό ενόσω η Γουΐνι συλλαβίζει λέξεις ή καταφεύγει σε τονισμούς και κοφτές αποστροφές. Κι ενώ καταβροχθίζεται ανελέητα από τον αφιλόξενο κόσμο, τον οποίο μάταια προσπαθεί να προσεταιριστεί, τραγουδάει. Τραγουδάει την άρια της Εύθυμης Χήρας του Φράντς Λέχαρ, ένα ενθύμιο πάθους, ένα καταφύγιο έρωτα άρα και ζωής.

Σκοπός ανέφικτος;

Η πρώτη πράξη του έργου δεν είναι παρά επαναλήψεις καθημερινών ενεργειών. Στη δεύτερη πράξη, όμως, το σκηνικό αλλάζει δραστικά. Η ατμόσφαιρα γίνεται σκοτεινή και εφιαλτική. Η Γουΐνι είναι χωμένη στο λόφο μέχρι το λαιμό. Ο εχθρικός κόσμος την καταπίνει. Ο Γουΐλι αποκαλύπτει το πρόσωπό του σε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να φτάσει κάπου. Να πάρει τη θέση της αγαπημένης του. Μάταια. Η ανθρωπότητα πάντοτε θα ακολουθεί την ίδια πορεία προς την παρακμή, μέσα από διαδοχές στιγμών που έχουν βιωθεί ή που πρόκειται να βιωθούν. 

Και μετά από όλα αυτά πλανάται το ερώτημα: προς τι όλο αυτό; Είναι μήπως μια ένδειξη της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής  ή της ίδιας της τέχνης που την αναπαριστά; Ο Μπέκετ αναρωτιέται για το ρόλο του καθένα από εμάς. Απέναντι στη σιωπή, στο κενό και στο τίποτα που μας περιβάλλει, αγωνιζόμαστε να κρατήσουμε την ύπαρξή μας όρθια και τη ζωή μας σε δόνηση.

Η παράσταση

Η κα Σοφία Φιλιππίδου, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία κ. Γιώργου Μανιώτη είναι μια Γουΐνι χαριτωμένη, ανάλαφρη, διαυγής, σαν αλαβάστρινη. Μια φιγούρα ποιητική, μεταφυσική, όπου διαβάζουμε μέσα από το πρόσωπό της, από τις ρυτίδες μέχρι τις εκφράσεις και τους μικρούς μυϊκούς σπασμούς την ανάγκη να υπερασπιστεί τη ζωή, που της χαρίζει ακόμα μια μέρα, ακόμα μια ευτυχισμένη μέρα. Οι κινήσεις της έχουν μια essence τραγικού χιούμορ, πίσω από τι οποίες κρύβεται μια αγωνία κι ένας μυστικός λυγμός. Η φωνή της ακολουθεί τη μελωδική ποιητικότητα του κειμένου και γίνεται ένα ηχείο απ’ όπου αναπαράγονται τα εναγώνια, πανανθρώπινα ερωτήματα της ύπαρξης μέσα στον κοσμικό εγκλεισμό. Μπροστά στο φόβο της σιωπής δείχνει με ανθρώπινο τρόπο ότι απολαμβάνει αμέριμνη το καθημερινό τυπικό της, δεν αργεί, ωστόσο, η στιγμή που αφήνει όλη τη δύναμη της ψυχής της να ακουστεί μέσα από τις απεγνωσμένες επικλήσεις της. 

Στη δεύτερη πράξη βλέπουμε ένα πρόσωπο που από μόνο του είναι ζωντανός λόγος, μάτια που κοιτάζουν πέρα από το ορατό. Αφουγκραζόμαστε τα συντρίμμια μιας ύπαρξης κρυμμένα μέσα σε διακεκομμένες, σύντομες φράσεις, στα όρια του ψίθυρου και του μύχιου σπαραγμού. Η βυθιζόμενη φιγούρα είναι μια ανατριχιαστική ενσάρκωση του ερήμην μας απωλεσθέντος σαρκίου της ζωής που μας προσπερνά, αλλά η Γουΐνι, η Γουϊνι-Σοφία Φιλιππίδου εξακολουθεί να ξορκίζει τη δύναμη της φθοράς τραγουδώντας με επιμονή και στόμφο τη μελωδική άρια του Λέχαρ.

Ο κ. Γιάννης Γούνας, στο ρόλο του Γουΐλι είναι ένα απόκοσμο πλάσμα, αφημένο στη λήθη του σύμπαντος, ανολοκλήρωτο και παραδομένο στην ανία και το σαρκασμό. Στη δεύτερη πράξη με κινήσεις ερπετού επιχειρεί τη ανέλιξή του και πολύ εκφραστικά και με σημειολογική βαρύτητα αποδίδει εύστοχα τη ματαίωσή του.

Η σκηνική δημιουργία και τα κοστούμια της κας Θάλειας Ιστικοπούλου αποτυπώνουν χαρακτηριστικά και με υποβλητικό τρόπο το σεληνιακό τοπίο, όπου ελοχεύει το αιώνιο τίποτα, μέσα στο οποίο η παρουσία της Γουΐνι φαντάζει μια χρωματιστή και φωτιζόμενη σημαδούρα ζωής ενώ οι φωτισμοί (κ. Σάκης Μπιρμπίλης) και η βιντεοπροβολή (κ. Γρηγόρης Ρέντης) μεταφέρουν την αίσθηση της προοικονόμησης της επανασύνδεσης του ανθρώπου με το σημείο εκκίνησής του: το σκοτάδι.

Γενικά: μια εξαιρετική παράσταση δουλεμένη στη λεπτομέρεια, προϊόν ενδελεχούς μελέτης και κατανόησης του μπεκετικού λόγου αλλά και κατάθεσης ψυχής των συντελεστών, ιδίως δε της κας Φιλιππίδου, που καταφέρνει, σε αυτή την απόπειρά της, να ξεπεράσει ερμηνείες, για κάποιους, εμβληματικές, πάνω σε αυτόν τον ρόλο-πρόκληση.