Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Παράνομα φιλιά – Κόκκινα φανάρια

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 26/01/2015

Η λεωφόρος Βασιλέως Γεωργίου Α’ στον Πειραιά φάνταζε πάντα σαν ένα φυσικό σύνορο ανάμεσα στην παρακμιακή συνοικία της Τρούμπας και του υπόλοιπου τομέα της πόλης με την έντονη κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της, ρόλο στην οποία αναμφισβήτητα έπαιξε και το Δημοτικό Θέατρο.

Σήμερα, βέβαια, η Τρούμπα δεν υπάρχει πια αλλά υπάρχουν οι μνήμες όσων περιπλανήθηκαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κάποτε στο ζοφερό κόσμο της. Ωστόσο, το πιο ανάγλυφο αρχειακό υλικό, και από το φωτογραφικό ακόμα, δεν παύει να είναι η καλλιτεχνική δημιουργία (κινηματογραφική και θεατρική), που μπόρεσε να αποτυπώσει την ανθρωπογεωγραφία εκείνου του άβατου, για πολλούς, μικρόκοσμου. 

Από όλα τα καλλιτεχνικά έργα που άντλησαν έμπνευση από τους ανθρώπους της Τρούμπας το θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού “Τα κόκκινα φανάρια” ξεχωρίζει. Κι αυτό γιατί κατάφερε να αφαιρέσει προσεχτικά και με σεβασμό το παραπέτασμα που κάλυπτε τη ζωή των ανώνυμων πρωταγωνιστών αυτής της πολύβουης γειτονιάς και να κοιτάξει μέσα στις ψυχές και στις προσωπικές ιστορίες, που διαδραματίζονταν κάτω από τα πολύχρωμα νέον και μέσα στην εκκωφαντική ατμόσφαιρα. Και είναι αλήθεια πως η Τρούμπα υπήρξε ένα τεκμήριο μιας κοινωνίας ανισοτήτων, παντελούς έλλειψης κοινωνικής μέριμνας και κοινωνικού πολιτισμού, όπου η φτώχεια και η εξαθλίωση εξωθούσε μέρος του γυναικείου πληθυσμού, κυρίως της επαρχίας, στην απελπισμένη λύση της πορνείας.

Το έργο του Αλέκου Γαλανού “Τα κόκκινα φανάρια” που γυρίστηκε το 1963 σε ταινία σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, και αποτέλεσε μάλιστα υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας, ανεβαίνει σε διασκευή του κ. Νίκου Μαστοράκη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά υπό τον τίτλο “Παράνομα φιλιά – Κόκκινα φανάρια”. 

Σε μια απότιση φόρου τιμής στην ιστορία της πόλης, τα Κόκκινα Φανάρια σαν ξεθωριασμένο άλμπουμ με φωτογραφίες φυλαγμένο σε μια περίτεχνη βιτρίνα, ανεβαίνουν στη σκηνή του άρτι ανακαινισμένου, λαμπερού Δημοτικού Θεάτρου για να διηγηθούν ιστορίες ανθρώπων τόσο γνώριμων αλλά και τόσο μακρυνών, ιστορίες που στάζουν αίμα, δάκρυ, πόνο, προσμονή για ένα καλύτερο αύριο που δεν έρχεται ποτέ. 

Δεν είμαι, όμως, σίγουρος αν όλοι αυτοί οι αντι-ήρωες, οι αγίες της ηδονής και οι θιασώτες τους, που έζησαν στη δυσωδία της “θρυλικής” εκείνης  γειτονιάς θα ήθελαν να δουν τον εαυτό τους να παίζεται, εν είδει ενός ευφάνταστου μνημοσύνου, μέσα στο μεγαλοαστικής αισθητικής περίτεχνο χώρο του Δημοτικού Θεάτρου, όταν οι ίδιοι, θύματα του κοινωνικού αποκλεισμού, πέθαιναν-κυριολεκτικά και μεταφορικά- μέσα σε άθλιες συνθήκες που τους είχε καταδικάσει ένα ολόκληρο σύστημα.

Δεν είμαι καν σίγουρος αν πρέπει ναι δώσουμε εύσημα στην πρόθεση να απεικονίσουμε, ακόμη και με τις όποιες χρήσιμες παρεμβολές κοινωνικοπολιτικού χρονολογίου, μια κουλτούρα λαϊκής κοινωνικής ζωής, αδικημένης και καταφρονεμένης που διαχρονικά επαναλαμβάνεται, χρωματίζεται από αισθητικές απόψεις, γίνεται γλαφυρή αλλά στο τέλος δεν είναι παρά μια ψυχολογική παγίδα υπό τη σκιά μιας παρηκμασμένης, φοβικής νοσταλγίας.

Κατά την άποψη μου, το όλο εγχείρημα, πέρα από την όποια άρτια ή μη καλλιτεχνική ανασύσταση μιας μνήμης, μοιάζει ψυχαναγκαστικό. Βρισκόμαστε στον Πειραιά, έχουμε ένα κόσμημα αρχιτεκτονικής και οφείλουμε να μιλήσουμε για την ιστορία της πόλης και να την καταστήσουμε μέρος αυτής της σύγχρονης κληρονομιάς. Πολύ φοβάμαι πως αυτή η ιστορία που επιλέχθηκε για να αντηχεί ανάμεσα στα πολυτελή θεωρεία και τους χρυσοποίκιλτους εξώστες δεν ανήκει παρά μόνο στον εαυτό της και, ίσως ακόμα, μονάχα στη σιωπηρή μνήμη των αφανών πρωταγωνιστών της. 

Κάθε ιστορία που περιγράφει το λαϊκό τραγούδι ή οι περιπέτειες ζωής που εξιστορεί το έργο της Αναγνωστάκη, του Μουρσελά ή του Καμπανέλλη, κρύβουν αγωνίες και ανεκπλήρωτους πόθους, αναμφισβήτητα. Αλλά ας δούμε επιτέλους ότι η ανακύκλωση αυτών των πληγών είναι ατέρμονη και δεν οδηγεί πουθενά. Κι αν σήμερα η Τρούμπα δεν υπάρχει, υπάρχει η Φυλής και το Μεταξουργείο. Σήμερα, στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης ο Έλληνας εξακολουθεί να μεταναστεύει, όχι ακολουθώντας τις επιταγές μιας κοσμοπολίτικης θεώρησης του κόσμου, αλλά από την ανάγκη της επιβίωσης. 

Συνεπώς, η πρόθεση να κοιτάζουμε πάντα τις πληγές μας, να τις χαϊδεύουμε και μετά να τις προσπερνάμε αδιάφορα, για να τις ξανανακαλύψουμε αργότερα, όταν νοιώθουμε πάλι ευάλωτοι και αδύναμοι, είναι ένας φαύλος κύκλος που δεν αλλάζει προσανατολισμό στο όραμά μας για το που βαδίζουμε και το πως επεξεργαζόμαστε τη συλλογική μνήμη. 

Η εκδοχή του κ. Μαστοράκη περιορίστηκε να δώσει, επί το πλείστον, μια ωμά ρεαλιστική, τουλάχιστο σε επίπεδο λόγου και περιγραφών, εικόνα της ζωής των κατατρεγμένων της Τρούμπας. Αυτό και μόνο δεν ήταν αρκετό να προσδώσει μια νέα διάσταση στην ιστορική μνήμη και τη λειτουργία της, ούτως ώστε να “κλειδώσει” με δημιουργικό τρόπο μέσα στη ψυχή του θεατή. 

Δημιουργώντας προσμείξεις στη χρονική αναφορά των τεκταινόμενων, ωσάν το παρελθόν να λαμβάνει χώρα σήμερα, το παρόν είναι παρελθόν και το παρελθόν γίνεται παρόν. Όλα είναι ίδια, επίκαιρα και αμετάβλητα, όπως στην “πειραγμένη” περίπτωση της αλβανής πόρνης: μια θλιβερή διαπίστωση. Ίσως η πλέον ρεαλιστική και ενδιαφέρουσα του σκηνοθέτη.

Εγώ όμως θα επιμείνω στο επίπεδο των προθέσεων. Τι είναι αυτό που μας ωθεί να κρατάμε τις ανεπούλωτες πληγές μας σα μουσειακά κειμήλια και να μη δίνουμε μια καλλιτεχνική ώθηση προς ένα απενοχοποιημένο και καθαρτικό αύριο; Μήπως τελικά έχουμε υπερβολικά στραμμένο το βλέμμα προς τα πίσω; Μήπως πρέπει η τέχνη να συνδεθεί με την ανάγκη δημιουργίας ενός άλλου αύριο όπου η θύμηση της θλιβερής πειραιώτικης γειτονιάς να φαντάζει πια αμελητέα; Δυστυχώς, ελάχιστο μελάνι έχει χυθεί γι’αυτό το αισιόδοξο αύριο που όλοι προσδοκούν, και στην άνιση μάχη με τα δεινά του χτες, φαντάζει απροσδιόριστο.

Ως εκ τούτου, δε θα συμφωνήσω με τη συγκεκριμένη καλλιτεχνική επιλογή του κ. Μαστοράκη, που προ ετών μας καθήλωσε, κυριολεκτικά, με τη μπρεχτική “Αγία Ιωάννα των Σφαγείων” και πέρσι με τον εξαιρετικό “Μεφίστο” του.