
Κριτική Θεάτρου | Βάσσα Ζελεσνόβα
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 20/10/2015
Η δραματουργία του Γκόρκι είναι είναι ένα κράμα γυμνής ψυχογραφίας, ιδεολογικών προεκτάσεων παρατήρησης και διΰλισης της συμπεριφοράς, του ρόλου και του μετασχηματισμού του ατόμου μέσα στις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Με απόλυτη ψυχραιμία, και με μεγενθυτικό τρόπο, παραθέτει τη διαρκή πάλη του ανθρώπου με την έξωθεν επιβαλλόμενη έκπτωσή του, την περιρρέουσα πνευματική και ηθική ένδεια και την απίσχναση έως και αποδόμηση των αξιών και κάθε έννοιας ανθρωπισμού.
Στο “Βάσα Ζελεσνόβα”, έργο γραμμένο το 1910, λίγο πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση και επεξεργασμένο εκ νέου το 1935, περιγράφει με γλαφυρά δραματουργικά εργαλεία τον προσωπικό αγώνα της χήρας Βάσα να κρατήσει την επιχείρηση που της άφησε ο άνδρας της και να διέλθει από τις συμπληγάδες των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων, τις ίντριγκες και τα οικονομικά αδιέξοδα. Ένα σύμβολο μητριαρχικού αυταρχισμού και σκληρότητας, όσο και ο κόσμος γύρω της που φυλλορροεί, καθώς όλοι οι συνεκτικοί κοινωνικοί δεσμοί διαλύονται και καμμιά σωτηρία δεν διαφαίνεται, πέρα από την ανάγκη για μια συθέμελη αλλαγή.
Στο θέατρο του Γκόρκι η ιδεολογική παράμετρος καθίσταται το καθαρτικό μέσο που φωτίζει σκοτεινές πτυχές, ανοίγει δρόμους και προτείνει ανοιχτά και χωρίς μισόλογα τα νέα ήθη που ευαγγελίζεται, τα νέα κοινωνικά συμβόλαια που ορματίζεται. Αρκετά πριν ο Μπρεχτ διατυπώσει με τελεσίδικα κατηγορηματικό τρόπο την εξουσιαστική δύναμη της κοινωνίας-μάζας επάνω στο άτομο, την ανάγκη προσαρμογής του μέχρι του σημείου της παραμόρφωσής του μπροστά στην πρόκληση της επιβίωσης και της επικράτησης, θέτοντας τις βάσεις του εξπρεσιονιστικού θεάτρου, παίρνουμε μια γερή πρόγευση επικών διαστάσεων για το θέατρο-διαμορφωτή των καινοτόμων συσχετισμών συγγραφέα-κοινού. Εδώ ο δημιουργός, τεκμηριώνει ενδελεχώς και με όλες τις ενεργές δραματουργικές τεχνικές, τις περιγραφές, τις θέσεις και τις λύσεις που προτείνει.
Στο θέατρο Altera Pars του Κεραμεικού, η κα Μίνα Χειμώνα, ανέθεσε στον κ. Αλέξανδρο Κοέν, τη σκηνοθετική μπαγκέτα γι’αυτό το δύσκολο και σύνθετο έργο του σπουδαίου ρώσου συγγραφέα. Και είναι αλήθεια ότι το δημιουργικό ιδίωμα του κ. Κοέν, παρότι κάτι σαν leitmotiv, γίνεται πλέον εμπεδωμένη αισθητική πρόταση.
Μέσα σε ένα περιβάλλον urban, underground αισθητικής, σε πολυτοπικούς και πολυσήμαντους σκηνικούς χώρους, με μια διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού με αναφορές σε αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο κοινωνικής διαμαρτυρίας, με τεχνικά κατεργασμένα έως και ακατέργαστα υποκριτικά στοιχεία, που αναδύουν την αύρα ενός αυτοσχεδιαστικού happening ή street theater, όλα αυτά μαζί συνθέτουν μια εμπειρία εξόχως πρωτότυπη και ελκυστική ακόμα και για τον πλέον αμύητο θεατή.
Επιπλέον, οι γοργοί ρυθμοί, τα εντυπωσιακά φωτισμένα σκηνικά ταμπλώ, οι αλυσιδωτές και οργανικά δεμένες μεταξύ τους σεκάνς επεισοδίων, καθιστούν τη σκηνή πεδίο δράσης-αντίδρασης, ένα ζωτικό χώρο όπου καθένας κερδίζει τη θέση του επί ίσοις όροις και με το ειδικό βάρος που του αναλογεί.
Η κα Μίνα Χειμώνα ενσαρκώνει τη σκληροτράχηλη Βάσσα με μια ισόρροπη και μετρημένη εσωτερική ένταση, χωρίς ακρότητες και υπερβολικές εξάρσεις, εμφανίζοντας με επιτυχία τις δύο εναλλάξ όψεις της ηρωΐδας: τον απόλυτο κυνισμό και την απελπισία ενόψει της επερχόμενης καταστροφής. Ως εκ τούτου, δεν παραμένει μια μονολιθική φιγούρα ούτε εξουδετερώνεται από τις διαρκείς ταλαντώσεις του ρόλου, αντίθετα, αφήνει χώρο να δούμε πιο βαθειά ακόμα και τις πιο λεπτές κι ευάλωτες αποχρώσεις του χαρακτήρα. Η άριστη χρήση της φωνής της με την πλούσια παλέτα τόνων που αποτυπώνουν όλη την κλίμακα του ψυχισμού και των καταστάσεων, ολοκληρώνει μια εξαιρετική ερμηνεία σε αυτό το απαιτητικό υποκριτικό στοίχημα.
Ο Πρόχορ του κου Αντ. Ραμπαούνη είναι ο φαύλος, με ύπουλο φλέγμα, συγγενής, καθαρό δείγμα της ηθικής σήψης, ο Μιχαήλ του κου Πέτρου Γούτη αποδίδει εύστοχα το κυνικό, βίαιο προφίλ του κόσμου της συναλλαγής και της ανθρώπινης εκμετάλλευσης ενώ ο κ. Ρ. Μαυρουδής, ως Σεμιόν, αποδίδει επαρκέστατα την εσωτερική σύγχυση και την παθητικότητα του ήρωα. Η Άννα της κας Ιω. Αγγελίδη είναι, από κάθε σημειολογική λεπτομέρεια, μια σαφής έκφραση της οπορτουνιστικής πλευράς της κοινωνίας (ξεχωριστή είναι είναι και εξπρεσιονιστικής τεχνικής μονομαχία με τη Βάσσα που συμπυκνώνει χρονικά, αλλά ουσιαστικά, τη μεταξύ τους σχέση), ο Πάβελ, ο άρρωστος γιος της Βάσσα, δίνει ένα αξιοπρεπές και φιλότιμο δείγμα γραφής, ειδικά στη τελική σκηνή όπου ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με τη γυναίκα του, ενώ και η κα Εύη Νταλούκα ως Λουντμίλα αποτυπώνει πολύ χαρακτηριστικά την καταπιεσμένη γυναίκα της εποχής που πνίγεται στις συμβάσεις και την υποκρισία. Τέλος η κα Χ. Αδαμίδου, στο ρόλο της Νατάλια, παρότι σχετικά αμήχανη στην αρχή, ξεδιπλώνει στην πορεία έναν σκηνικά πολύ καλό εαυτό όπως και η κα Αλίκη Μπομποτά στο ρόλο της Λίλα.
Η σκηνογραφική δημιουργία της κας Χαράς Κωστέα με τους παγερούς, γκρίζους χρωματισμούς και τους πολυεπίπεδους χώρους παραπέμπει με την industrial αισθητική της στα εργασιακά κάτεργα και τις σκοτεινές πτυχώσεις της κοινωνίας όπου οι άνθρωποι λειτουργούν ως τρωκτικά, ενώ οι φωτιστικές δημιουργίες του κ. Νύσου Βασιλόπουλου αποτυπώνουν στην ατμόσφαιρα το μύχιο ψυχισμό των προσώπων και των μεταξύ τους σχέσεων, τις εντάσεις και τις κομβικές λεπτομέρειες.
Γενικά, μια παράσταση με ποιοτικά συστατικά, καλή χρήση της σκηνικής οικονομίας προς την κατεύθυνση κατάδειξης της προβληματικής του συγγραφέα και τη διασύνδεση με το σήμερα, με σωστό συντονισμό των ηθοποιών και ανάδειξη των εκφραστικών τους μέσων, όλα ενταγμένα σε μια συγκροτημένη εργασία συνόλου.