Κριτική Θεάτρου | Αυτόχειρες παρθένοι
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 21/10/2019
Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη για τη θεατρική παράσταση “Αυτόχειρες παρθένοι” σε σκηνοθεσία Susanne Kennedy (Ελληνικό Φεστιβάλ, 2019).
Η συμπαραγωγή της Münchner Kammerspiele και της Volksbühne «Αυτόχειρες παρθένοι» σε σκηνοθεσία της Σουζάνε Κένεντι, που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών, έθεσε ζητήματα πρόσληψης ενός λογοτεχνικού κειμένου (εν προκειμένω, του μυθιστορήματος «The virgin suicides» του Τζέφρι Ευγενίδη, που πραγματεύεται τον κατ’ οίκον εγκλεισμό των πέντε αδελφών της οικογένειας Λίσμπον από τους πουριτανούς γονείς τους και την τελική αυτοχειρία τους) μέσα από μια παραστατική διαδικασία πολυσυλλεκτική και κωδικοποιημένη στη σύνθεσή της: κυριαρχία μιντιακού τοπίου, εικονιστική ευγλωττία, διαπολιτισμικές αναφορές, τελετουργική ατμόσφαιρα και αναγωγή στα θεωρητικά συμφραζόμενα τής, κατά τον Αρτώ, επαναθεατροποίησης του θεάτρου.
Η Κένεντι, με τη συγκεκριμένη δημιουργία της, επιψαύει το ζήτημα της σχέσης μας με τον «θάνατο», είτε ως βιωμένη είτε ως επικείμενη συνθήκη, αρυόμενη το υλικό της από μια στενά προσωπική εμπειρία της, την οποία συναρθρώνει με τον χρονικό προσδιορισμό των 49 ημερών του Θιβετιανού «Κύκλου των Νεκρών» και με κείμενα του Αμερικανού ψυχολόγου Τίμοθι Λίρι. Η χρήση μασκών, με αμβλυμένα τα έμφυλα χαρακτηριστικά τους, μακρινή «ηχώ» των onnagata, των αρρένων ηθοποιών του θεάτρου kabuki που «σημαίνουν» τους γυναικείους ρόλους χωρίς να τους μιμούνται (Ρολάντ Μπαρτ), και οι οποίοι συσχετίζονται με τις κατοπινές στερεότυπες, ανακυκλούμενες φιγούρες των καρτούν manga, αλλά και περαιτέρω συναρτήσεις με το πολιτισμικό περιβάλλον της Ιαπωνίας (παράδοση αυτοκτονίας, χειραγωγική αντιμετώπιση του γυναικείου φύλου) τοποθέτησαν το όλο εγχείρημα στην περιοχή της Εθνοσκηνολογίας (Ethnoscénologie), ήτοι της μεταγραφής και λειτουργίας ενός δυτικού προτύπου στις συντεταγμένες άλλου πολιτισμού. Η συνολική σκηνοθετική προσέγγιση της Κένεντι, επικουρούμενη από τη σκηνογραφική δημιουργία (Λένα Νιούτον), μια υβριδική κατασκευή μεταξύ χριστιανικού και βουδιστικού λατρευτικού χώρου, και από τα ηχητικά τοπία (paysages sοnores), που ενδυνάμωναν την τελετουργική μυσταγωγία της σύνθεσης, καθώς επίσης και από το φουτουριστικό ενδυματολογικό κώδικα της Τερέζα Βέργκο, αποκρυστάλλωνε, εν τέλει, μια «σκηνική γραφή» (écriture scénique) χειραφετημένη, αποδραματοποιημένη και «αποκεντρωμένη» (décentrement) από το αρχικό πλαίσιο αναφοράς.
Η επίδραση των ανατολικών πολιτισμών υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση των ιστορικών θεατρικών πρωτοποριών. Για τον Μέγερχολντ το ιαπωνικό θέατρο είχε καταστεί μια σημαίνουσα σχολή προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης της συμβατικής φύσης του θεάτρου και του μετριασμού της ψευδαίσθησης, ενώ ο Αρτώ, βαθιά επηρεασμένος από τη σωματική γλώσσα των ερμηνευτών του θεάτρου του Μπαλί που υποκαθιστούσε το λεκτικό κώδικα, εισήγαγε τον χαρακτηριστικό όρο «ζωντανά ιερογλυφικά». Το σκηνικό ιδίωμα της Κένεντι εξακολουθεί την παράδοση της επαναδιατύπωσης των παραδεδεγμένων θεωριών, του διαλόγου πολιτισμών και τεχνών και της παγίωσης καινοφανών σκηνικών εργαλείων, παραμένει, ωστόσο, αγκυρωμένο στη λογική μιας εγκεφαλικής πραγματείας και μιας ψυχρής σύμμειξης συστατικών, από όπου παράγονται, αποκλειστικά, εκρήξεις εντυπώσεων και όχι καταλυτικές εσωτερικές διεργασίες.