Blog Image

Κριτική Θεάτρου | Αγαπητή Ελένα

  • Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
  • στις 12/10/2015

Βλέποντας το έργο της Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια “Αγαπητή Ελένα” στο Θέατρο Επί Κολωνώ, συνειρμικά πήγε το μυαλό μου στον Jean Ellenstein. Ο γάλλος θεωρητικός και ιστορικός, στην προσπάθειά του να φωτίσει τα αίτια και τα αιτιατά της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης παραδέχτηκε τη λογική του “μαύρου-άσπρου”, δηλαδή τη μη ύπαρξη εναλλακτικής άλλης από την κατάρρευση, καθώς και την αδυναμία μιας αυτοκάθαρσης, δίκην μεταρρύθμισης, του γερασμένου σοβιετικού μοντέλου.

Προφανέστατα, η Ραζουμόβσκαγια συλλαμβάνει τις δονήσεις από τα έγκατα της σοβιετικής κοινωνίας, και δη από τους κόλπους της νεολαίας, που δείχνει τα νύχια της σε ένα σύστημα εξουθενωμένο υπό το βάρος της διαφθοράς, της γραφειοκρατίας και του νεποτισμού. Μια αντίδραση που, αν και ευλογοφανής, συντελείται πάνω σε σαθρό έδαφος και χωρίς στιβαρά ιδεολογικά ερείσματα. 

Παρατηρούμε, με σχεδόν ακτινογραφική προσέγγιση, την ψυχότροπη επίδραση ενός πολιτικοκοινωνικού συστήματος, λίγο πριν τον επιθανάτιο ρόγχο του, μέσα από μια φαινομενικά κόσμια κοινωνική επίσκεψη τεσσάρων μαθητών της καθηγήτριας Ελένα Σεργκέγιεβνα στο διαμέρισμά της, με την ευκαιρία των γενεθλίων της. Σύντομα, η επίσκεψη μετατρέπεται σε εφιάλτη καθώς οι νεαροί διατρανώνουν με βία την αμφισβήτησή τους απέναντι στην ιδεολογική ακαμψία της καθηγήτριάς τους. Μόνο που τούτη η αντίσταση συντελείται με τα ίδια φθαρμένα υλικά, που συνιστούν την παρηκμασμένη παρακαταθήκη του καθεστώτος το οποίο στηλιτεύουν. Μια ολότελα σχιζοφρενική στάση, δείγμα ενός πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού αδιεξόδου για ένα λαό στο κατώφλι ιστορικών προκλήσεων και ολικών ανατροπών.

Ανάμεσα στο δίπολο της τυφλής προσήλωσης στο δόγμα που γαλουχεί συγκεκριμένη “ηθική” και την ασφυξία που προκαλεί η στέρηση του “κακού” που, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, συνιστά την απόλαυση, τι συμβαίνει τελικά; Οι όποιες εσωτερικές αναταράξεις των νεαρών αντιρρησιών είναι προϊόν ενός ενσταλαγμένου διαβρωτικού τρόμου ή η φωνή της συνείδησης και οι τελευταίες αναλαμπές από το ανθρωπιστικό προσωπείο του σοσιαλιστικού ιδεώδους; Και η συνθηκολόγηση της καθηγήτριας Ελένα, στο τέλος, μπροστά στον επικείμενο βιασμό της μαθήτριάς της είναι φόβος, ηθική στάση ή, απλά, ότι ο δρόμος προς την αυτοκαταστροφή συνιστά το καλύτερο φάρμακο για την ιδεολογική παραλυσία; Ο θεατής μένει μετέωρος ανάμεσα σε εκδοχές εξίσου οδυνηρές επιζητώντας, ως φυσική ροπή, τη μέση λύση που ίσως να αποτελεί κι ένα ιστορικού διαμετρήματος γρίφο. 

Η κα Ελένη Σκότη στήνει σκηνοθετικά ένα θρίλερ ψυχολογικού παροξυσμού, ένα δράμα δωματίου “βραδείας καύσεως”. Με το τραγικό να ξετυλίγεται μέσα από εσωτερικές αυταναφλέξεις και συγκρούσεις, καταλήγει, εν τέλει, ένας βρόγχος που πνίγει αργά και βασανιστικά τα πρόσωπα. Αυτή η σκηνοθετική σκοπιά αναδεικνύει, ίσως, τον πραγματικό τρίτο δρόμο, ως αφοπλιστική αλήθεια, ανάμεσα στο δίλημμα των δύο ιδεολογικά συγκρουόμενων κόσμων: τον άνθρωπο που διαχρονικά δοκιμάζεται και συντρίβεται μέσα στους δοκιμαστικούς σωλήνες των εκάστοτε πολιτικών συστημάτων.

Η σκηνογραφική αποτύπωση του μίζερου διαμερίσματος της επαρχιώτικης εργατικής πολυκατοικίας (σκηνογραφία κ. Γιώργος Χατζηνικολάου) επιτείνει την τραγική ειρωνεία ότι το μέλλον της κραταιάς δύναμης κρίνεται μέσα σε ένα από τα πιο φτηνά δημιούργηματά της, ενώ οι φωτιστικές επιλογές του κ. Αντ. Παναγιωτόπουλου φωτογραφίζουν τα αμείλικτα συναισθήματα και τις ακανθώδεις σχέσεις των ηρώων.

Η κα Αριέττα Μουτούση, ως Ελένα Σεργκέγιεβνα, αναδύει έξοχα την αύρα του σοβιετικού ανθρώπου-πρότυπο όπου τις υλικές στερήσεις αντισταθμίζουν η πνευματική καλλιέργεια, η ιδεολογική προσήλωση, το αίσθημα του καθήκοντος, η πίστη σε αξίες και αρχές, τα μόνα περιουσιακά της στοιχεία, που συγκροτούν την υπόστασή της, και που αγωνίζεται να υπερασπιστεί μέχρις εσχάτων.

Ο κ. Γ. Λεάκος, στο ρόλο του σκληροτράχηλου Βαλόντια, είναι μια φιγούρα από το μέλλον, και ίσως περισσότερο προοικονομημένη απ’ό,τι θα έπρεπε, καθώς δεν αφήνει να διαφανεί ότι ακροβατεί σε μια πρωτόγνωρη, τυχοδιωκτική εμπειρία, κάτι που, ενδεχομένως, θα προσέδιδε κάποιο ψήγμα τραγικότητας στο ρόλο.

Ο Πάβελ του κ. Δημ. Σαμόλη είναι σαφώς πιο κοντά στο ψυχολογικό στάτους του νεόκοπου κι ευάλωτου επαναστάτη που κραδαίνει, μέσα από παλινδρομήσεις, προσπαθώντας να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τα παραδεδεγμένα ενώ ο κ. Χρ. Κοντογεώργης, ως Βίτια, συμπυκνώνει επάνω του την παρεφθαρμένη πλευρά της σοβιετικής κοινωνίας που όμως την κρίσιμη στιγμή δείχνει τα αξιακά αντανακλαστικά της.

Τέλος, η Λιάλια είναι η επιτομή του συλλογικού υποσυνείδητου, του φοβισμένου και αναποφάσιστου λαού που οσφραίνεται ότι κάτι πρέπει να αλλάξει αλλά και ότι καμμία εναλακτική δε φαντάζει λυτρωτική. Η κα Ηρώ Πεκτέση ενδύει με σπαρακτική απόγνωση το βίαιο τετ-α-τετ με τον αδυσώπητο νέο κόσμο που έρχεται, και, με βαθειά καταισχύνη, την αποστροφή μπρος στη θέα της ηθικής αποσύνθεσης.

Γενικά, μια παράσταση με γερούς ρυθμούς, εξαιρετικές κλιμακώσεις, δυνατές ψυχολογικές ατμόσφαιρες και ένα λόγο που διαπερνά το θεατή με τα διαχρονικά του μηνύματα. Τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.