Κριτική Θεάτρου | Oedipus : Sex with mum was blinding
- Έγραψε ο Γιώργος Παπαγιαννάκης
- στις 26/10/2019
Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη για τη θεατρική παράσταση-περφόρμανς “Oedipus: Sex with mum was blinding” σε σκηνοθεσία Έλλης Παπακωνσταντίνου (θέατρο “Σφενδόνη”)
[Σημ.: Οι παραστάσεις έχουν ολοκληρωθεί).
Η βασισμένη στο μύθο του Οιδίποδα παράσταση της Έλλης Παπακωνσταντίνου «Oedipus: Sex with mum was blinding», που ανέβηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο θέατρο BAM στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και παρουσιάστηκε πρόσφατα στο θέατρο «Σφενδόνη», έδωσε ένα ενδιαφέρον στίγμα του «θεάτρου της καταβύθισης» (théâtre immersif) με την αγαστή σύμπραξη των μεικτών μέσων και της μιντιακής διάδρασης.
Σκοπός του «θεάτρου της καταβύθισης» είναι η υποβολή των θεατών (ατομικά ή συλλογικά) σε μια ατμόσφαιρα, χώρο ή περιβάλλον, προκειμένου να επανεξετάσουν τη σχέση τους με την πραγματικότητα και να βιώσουν μια εμπειρία αυθεντική όσο και συγκινησιακά έντονη, ικανή να τους επαναδραστηριοποιήσει μέσα στη χαυνότητα και τους αυτοματισμούς που επιφέρει η καθημερινότητα. Για τις ανάγκες αυτής της διαδικασίας ενθαρρύνονται να ξεπεράσουν τις αναστολές τους και να τολμήσουν την κατάθεση ακόμα και του πλέον δύσφατου προσωπικού βιώματος ή της πλέον μύχιας σκέψης, καθώς και την εργαλειοποίησή τους ως μάρτυρες-θεατές ενώπιον μιας ενεργητικής αναψηλάφησης επίμαχων ζητημάτων πολιτικών και ηθικών. Πρόκειται, επί της ουσίας, για μια πράξη συγκατάνευσης των θεατών να μεταβούν στο πεδίο του ρόλου, αναλαμβάνοντας, όλοι μαζί και καθένας χωριστά, τη συν-διαμόρφωση και καθοδήγηση του παραστατικού γεγονότος, διαστέλλοντας διαρκώς τα όρια της πρόσληψης και της ανοχής τους και θέτοντας μια διερώτηση σχετικά με μια ολιστική αναμορφωτική επενέργεια του θεατρικού φαινομένου στο τρόπο θεώρησης του κόσμου.
Η ιδέα της Έλλης Παπακωνσταντίνου να αξιοποιήσει τον προβληματισμό του δημοσιογράφου Alain de Botton σχετικά με τη μεταγραφή ιστοριών εμβληματικών δραματικών έργων μέσα από το langage της δημοσιογραφίας, αποκρυσταλλώθηκε στη μορφή μιας διαδραστικής μιντιακής όπερας, σύνθεμα ηχοτοπίων, οπτικών εφέ και τεχνικών υποκριτικής από την κιστέρνα της περφόρμανς.
Και παρά τη σχετικά λυμφατική παρουσίαση του εγχειρήματος ως προς τη χρήση μεικτών μέσων και διάδρασης, συγκριτικά με την πρωτότυπη εκδοχή του, η τόλμη με την οποία η Παπακωνσταντίνου ενορχήστρωσε τα -συχνά- «απείθαρχα» ψηφιακά εργαλεία μαρτυρά μια συνειδητοποιημένη χειραφέτηση, αλλά και μια γνήσια καλλιτεχνική προσέγγιση σε σχέση με τη λειτουργία της multimedia σκηνής και της αναφοράς της με το ακροατήριο, καθώς κατάφερε να υπερπηδήσει μηχανιστικές λογικές, την αποθέωση του αφηρημένου και του σχηματικού ή ακόμα και της ίδιας της τεχνολογίας, στοιχεία που θα προσιδίαζαν περισσότερο στο cybertheatre.
Μέσα σε ένα περιβάλλον τεχνολογικής επιτήρησης το θέατρο της Παπακωνσταντίνου αναδεικνύεται βαθιά ουμανιστικό, απροσχημάτιστα άμεσο και επικοινωνιακό, εντοπίζοντας με ακρίβεια το κέντρο βάρος ανάμεσα στην παρουσία και αξιοποίηση του ανθρώπινου παράγοντα και του τεχνολογικού εργαλείου. Ωστόσο, η αφλογιστία των μεικτών μέσων που επιστρατεύτηκαν στην παράσταση για το αθηναϊκό κοινό, αντισταθμίστηκε από τα ενδιαφέροντα soundscapes του Τηλέμαχου Μούσα και της Τζούλιας Κέντ, σε συνδυασμό με τις υφολογικά και τεχνικά ετερόκλητες ερμηνευτικές προσεγγίσεις των τραγουδιστριών Διαμαντής Κριτσωτάκη (Οιδίποδας), Αναστασίας Κατσιναβάκη (Τειρεσίας) και Νάσιας Γκόφα (Ιοκάστη), καθώς και από την αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητατων ηθοποιών Βάλιας Παπαχρήστου, Γιάννη Ασκάρογλου και Μάνου Λυδάκη στις επιταγές του «θεάτρου της καταβύθισης».